Στις πρώτες αεροπορικές επιθέσεις εναντίον θέσεων του Ισλαμικού Κράτους στο Βόρειο Ιράκ προχώρησαν χθες οι ΗΠΑ, λίγες ώρες μετά το πράσινο φως που άναψε ο Μπαράκ Ομπάμα ώστε να αποτραπεί η πτώση της Αρμπίλ, της πρωτεύουσας του ιρακινού Κουρδιστάν, αλλά και «μια πιθανή πράξη γενοκτονίας» εις βάρος των δεκάδων χιλιάδων Γιαζίντι που έχουν παγιδευτεί στο όρος Σινζάρ, περικυκλωμένοι από τζιχαντιστές. «Στέλνοντας αεροπλάνα πίσω στους ουρανούς πάνω από το Ιράκ», σχολίασαν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», «ο πρόεδρος Ομπάμα βρέθηκε ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελε να βρεθεί. Ηλπιζε να βάλει τέλος στον πόλεμο στο Ιράκ, και τελικά έγινε ο τέταρτος κατά σειρά αμερικανός πρόεδρος που δίνει εντολή για στρατιωτική δράση σε αυτό το νεκροταφείο της αμερικανικής φιλοδοξίας».

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ. Ο Ομπάμα ανακοίνωσε με διάγγελμά του από τον Λευκό Οίκο ότι είχε εγκρίνει –«εφόσον χρειαστεί» –περιορισμένες αεροπορικές επιθέσεις εναντίον του ISIS αργά τη νύχτα της Πέμπτης, αφού πρώτα τρία αμερικανικά μεταγωγικά αεροσκάφη ολοκλήρωσαν, συνοδεία μαχητικών, μία πρώτη ρίψη ανθρωπιστικής βοήθειας στους Γιαζίντι που είχαν αρχίσει να υποκύπτουν στη ζέστη και στη δίψα στο όρος Σινζάρ. Ο αμερικανός πρόεδρος διαβεβαίωσε τους Αμερικανούς ότι δεν θα επιτρέψει «να συρθούν οι ΗΠΑ σε ακόμη έναν πόλεμο στο Ιράκ».

Επί μήνες αντιστεκόταν σε οποιαδήποτε στρατιωτική επέμβαση στη χώρα, τρία χρόνια μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Οπως αντιστάθηκε σε μία επέμβαση στη Συρία όταν το καθεστώς Ασαντ πέρασε την «κόκκινη γραμμή» της χρήσης χημικών όπλων. Αρχές της χρονιάς, έχοντας ήδη κυριεύσει μεγάλες περιοχές στη Συρία, το ISIS κατέλαβε τη Φαλούτζα και άλλες περιοχές του Δυτικού Ιράκ. Μέχρι τον Ιούνιο είχε πέσει πια στα χέρια του και η Μοσούλη· δεκάδες χιλιάδες χριστιανοί της πόλης αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή.

Το Σαββατοκύριακο όμως οι τζιχαντιστές ξεκίνησαν νέα προέλαση, κατέλαβαν την πόλη Σινζάρ, την προγονική κατοικία των Γιαζίντι, και μέχρι την Πέμπτη είχαν πια φτάσει σε απόσταση μισής ώρας με το αυτοκίνητο από την Αρμπίλ, έχοντας κυριεύσει στο μεταξύ το Καρακός, τη μεγαλύτερη χριστιανική πόλη του Ιράκ, με αποτέλεσμα μια νέα Εξοδο μέχρι και 100.000 χριστιανών, καθώς και το στρατηγικής σημασίας υδάτινο φράγμα της Μοσούλης, στον ποταμό Τίγρη.

Οπως είπε ο Ομπάμα, η άμεση απειλή για την Αρμπίλ και η ανθρωπιστική κρίση στο όρος Σινζάρ, με 40 παιδιά να έχουν ήδη πεθάνει από τη δίψα σύμφωνα με τη UNICEF, πληρούσαν και τα δύο κριτήριά του για ανάληψη δράσης: την προστασία αμερικανικών ζωών και περιουσιών (στην Αρμπίλ υπάρχει αμερικανικό προξενείο καθώς και κάποιοι αμερικανοί στρατιώτες με υποστηρικτικό ρόλο) και την αποτροπή μιας ανθρωπιστικής καταστροφής. «Πριν από λίγες ημέρες ένας Ιρακινός στην περιοχή φώναξε στον κόσμο: “Κανείς δεν έρχεται να βοηθήσει”» δήλωσε. «Λοιπόν, σήμερα η Αμερική έρχεται να βοηθήσει».

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΚ. Οσοι όμως ήταν εξαρχής ή έγιναν στην πορεία αντίθετοι στον πόλεμο στο Ιράκ είδαν την απόφαση του Ομπάμα ως ένα βήμα προς τα πίσω, σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι. «Αν μάθαμε κάτι από τον “ανόητο πόλεμο” του προέδρου, αυτό θα έπρεπε να είναι ότι δεν μπορείς να βομβαρδίσεις μέχρι παράδοσης ή εξαφάνισης τους εξτρεμιστές ισλαμιστές. Κάθε βόμβα στρατολογεί περισσότερους υποστηρικτές» δήλωσε ο Φίλιπ Μπένις από το αμερικανικό Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών.

Αλλοι διαφωνούν, θεωρούν ότι οι συνθήκες είναι ιδιαίτερες· και ότι οι Κούρδοι του Ιράκ, ένας αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την κυβέρνηση στη Βαγδάτη υπό τον σιίτη Νούρι αλ Μαλίκι, που παραμένει στη θέση του μετά τις ατελέσφορες εκλογές, «αξίζουν βοήθεια».

Πόσο μακριά όμως είναι διατεθειμένος να φτάσει ο Μπαράκ Ομπάμα; Ο ίδιος επανέλαβε ότι «δεν υπάρχει αμερικανική στρατιωτική λύση» στα πολιτικά προβλήματα του Ιράκ, επισημαίνοντας εκ νέου την ανάγκη για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας στη Βαγδάτη. Δεν διευκρίνισε τι θα μπορούσε να κάνει αν αυτό αποτύχει.

«Ο πρόεδρος Ομπάμα βρέθηκε ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελε να βρεθεί. Ηλπιζε να βάλει τέλος στον πόλεμο στο Ιράκ, και τελικά έγινε ο τέταρτος κατά σειρά αμερικανός πρόεδρος που δίνει εντολή για στρατιωτική δράση σε αυτό το νεκροταφείο της αμερικανικής φιλοδοξίας», σχολιάσαν σε άρθρο τους οι «Νιου Γιορκ Τάιμς»