Η Ουρουγουάη έχει τον Σουάρες. Τον άνθρωπο που ακούει Αγγλία και μεταφράζει δίχτυα, που γυρνάει από έναν σοβαρό τραυματισμό και πάλι στα δίχτυα πέφτει. Η Ολλανδία έχει το δίδυμο Ρόμπεν – Φαν Πέρσι, που μπορεί να βρέθηκαν σε λάθος άθλημα (ποδόσφαιρο αντί στίβου), όμως, μια και βρέθηκαν, είπαν να τρομοκρατήσουν κάθε άμυνα. Η Γερμανία έχει τον Μίλερ και, αν χρειαστεί, τον Κλόζε, που μπορεί να μη γεμίζουν το μάτι, αλλά δεν χρειάζονται παραπάνω από το ελάχιστο για να το μετατρέψουν σε γκολ. Η Βραζιλία έχει φυσικά τον Νεϊμάρ, που είναι μια επίθεση και μια ομάδα μόνος του. Η Ιταλία έχει τον Μπαλοτέλι, η Κολομβία τον Τζέιμς, η Γαλλία τον Μπενζεμά, η Κόστα Ρίκα τον Κάμπελ. Ακόμα και η Αγγλία, χωρίς να έχει πολλά άλλα (και κυρίως άστρο), έχει επιθετικούς. Η Ελλάδα έχει τον Γκέκα.

Σε μια μεγάλη διοργάνωση και ιδίως σε αυτή τη διοργάνωση, που είναι πιο ανοιχτή από ό,τι αναμενόταν και η διαφορά γίνεται με μια – δυο φάσεις, καμιά ομάδα δεν μπορεί να πάει μπροστά χωρίς επιθετικούς. Χωρίς αμυντικούς ναι (Ολλανδία, Ιταλία, Γερμανία έχουν χειρότερα κέντρα άμυνας από την Ελλάδα), χωρίς επιθετικούς όχι. Οι επιθετικοί είναι αυτοί που εκπορθούν (δεν είναι τυχαίο που οι Βραζιλιάνοι τους λένε «αρτιλιέιρος», δηλαδή πυροβολητές) αλλά κυρίως αυτοί χωρίς τους οποίους ένα Μουντιάλ δεν είναι Μουντιάλ και μια Εθνική δεν είναι ομάδα. Ιδίως σε βραζιλιάνικο έδαφος.

Το πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος ο Γκέκας, που είναι φιλοτιμότατος και αγωνιστικότατος. Από τη στιγμή όμως που παίζει μόνος του στην επίθεση, είναι σαν ο προπονητής του να αποφασίζει να ψαρέψει στη μεγαλύτερη θάλασσα χωρίς σύνεργα. Και πάντως χωρίς δίχτυα. Η γενναία ισοπαλία με την Ιαπωνία μπορεί να κάνει αρκετούς έλληνες φιλάθλους να πουν «είμαστε ακόμα ζωντανοί». Οσοι έχουν τα μάτια ανοιχτά θα αναρωτηθούν πού πάει μια ομάδα που όχι μόνο δεν πυροβολεί, αλλά δεν ξέρει καν πού είναι ο στόχος.