«Μπορεί μια οικογένεια που διαθέτει αυτοκίνητο, τηλεόραση με επίπεδη οθόνη και ηλεκτρονικό υπολογιστή με σύνδεση στο Διαδίκτυο να θεωρείται φτωχή;» ερωτούν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς». Και απαντούν καταφατικά υπενθυμίζοντας ότι οι τιμές πολλών υπηρεσιών, πολλών ηλεκτρονικών συσκευών και άλλων καταναλωτικών αγαθών ευρείας χρήσεως έχουν μειωθεί θεαματικά τα τελευταία 10-15 χρόνια. «Το κινητό τηλέφωνο ή η τηλεόραση με επίπεδη οθόνη δεν αποτελούν πια ενδείξεις πλουτισμού. Θεωρούνται αγαθά πρώτης ανάγκης. Γι’ αυτό, άλλωστε, ένας δικαστικός κλητήρας δεν έχει το δικαίωμα να τα κατασχέσει» εξηγεί στη «Φιγκαρό» ο κοινωνιολόγος Λουί Μορέν, διευθυντής του γαλλικού Παρατηρητηρίου των Ανισοτήτων.

Πώς, όμως, ορίζεται πλέον η φτώχεια; «Δεν πρέπει να ερευνούμε τη φτώχεια με στερεότυπα, αλλά με βάση το επίπεδο ζωής της υπόλοιπης κοινωνίας. Οταν το μέσο επίπεδο διαβίωσης αναβαθμίζεται, ψηλώνει και το κατώφλι της φτώχειας. Σήμερα όσα νοικοκυριά αδυνατούν να πληρώσουν για οικιακή βοήθεια, δεν μπορούν να ταξιδέψουν και δεν διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία πρέπει να θεωρούνται φτωχά. Το να διαθέτει κανείς ΙΧ, για παράδειγμα, δεν τον καθιστά πλούσιο. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να το γεμίσει στο βενζινάδικο ή να πάει μ’ αυτό διακοπές. Αν δεν μπορεί, το αυτοκίνητό του δεν αξίζει όσο εκείνο του γείτονά του. Πιο αξιόπιστο είναι το κριτήριο του ποσοστού του εισοδήματος που ξοδεύει ένα νοικοκυριό για διατροφή. Στη Γαλλία τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 41%, ενώ η μεσαία τάξη δαπανά μόνο το 25%» σημειώνει ο Μορέν. Κι εδώ, φυσικά, υπεισέρχεται το στοιχείο της ποιότητας των τροφίμων που καταναλώνει το κάθε νοικοκυριό.