«Από Θεού άρξασθε». O πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου και ο λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης μπορεί να μην υπήρξαν θεοί, αλλά στο χώρο του ο καθένας σταθήκανε κορυφαίοι. Μια σειρά όπως «Το άλλοτε τώρα», που φέρνει στο φως εντελώς χαμένα μέσα στον χρόνο κείμενα και μαρτυρίες προσωπικοτήτων που, αν και φευγάτες στην πλειονότητά τους, εξακολουθούν να δεσπόζουν στη ζωή της χώρας, δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει παρά με φυσιογνωμίες γνωστές ώς τα ακρότατα όρια της επικράτειας. Χωρίς ίχνος επιπλέον εξιδανίκευσής τους καθώς οι επιλήψιμες πτυχές των προσωπικοτήτων αυτών, όπως καταδεικνύονται μέσα από τα κείμενά τους, τις κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσες και – συχνά – αγαπητές. Η συνάντηση του Γεωργίου Παπανδρέου με τον Ηλία Βενέζη, σχεδόν προκλητική για την εποχή μας, βάζει τον θεμέλιο λίθο μιας σειράς, που το καλώς εννοούμενο σκάνδαλο πρυτάνευσε στη σύλληψή της.

Πώς θα ένιωθε κανείς σήµερα αν διάβαζε µια συνέντευξη που θα είχε πάρει ο πεζογράφος και ακαδηµαϊκός Θανάσης Βαλτινός από τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαµαρά; Αναµφισβήτητα κατάπληξη και απορία, µπορεί όµως και αγανάκτηση ή οργή. Θα βροντοφώναζε ότι οι πνευµατικοί άνθρωποι «τα έχουν κάνει πλακάκια» µε την εξουσία ή ότι έχουν γίνει απολογητές της. Το µόνο που δεν θα διανοούνταν θα ήταν ότι µπορεί να έχει υπάρξει µια αµοιβαία συµπάθεια και αλληλοεκτίµηση. Φαίνεται όµως ότι δεν ίσχυε πάντα το ίδιο καθεστώς ή, αν ίσχυε, δεν µπορούµε πια να το γνωρίζουµε. Τα πενήντα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που ο πεζογράφος και ακαδηµαϊκός Ηλίας Βενέζης συζήτησε µε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου ενδέχεται να έχουν εξιδανικεύσει τα πράγµατα.

Και ενώ η συνέντευξη που φέρνουµε σήµερα στο φως υπήρξε προϊόν µιας όχι και τόσο άµεµπτης δοσοληψίας, παραµένει για την κρίση µας µια εξαιρετική µαρτυρία. Κλίνουµε όµως προς την εκδοχή αυτή για έναν ή, µάλλον, δύο πολύ απλούς και σοβαρούς λόγους. Το «πλαφόν» που έχει αγγίξει ο Γεώργιος Παπανδρέου ως πολιτικός είναι ήδη το υψηλότερο στο οποίο θα µπορούσε να αποβλέψει ο οιοσδήποτε, ώστε µια ακόµα συνέντευξη –έστω και αν την παίρνει ένας ακαδηµαϊκός –να µην έχει να προσθέσει τίποτε στην καριέρα του. Ο δε Βενέζης, µε δηµιουργηµένο εντελώς το πασίγνωστο και δηµοφιλές πεζογραφικό του έργο, δεν θα κρατούσε ποτέ τον ρόλο του δηµοσιογράφου αν δεν τον παρακινούσε µια πραγµατική ανάγκη. Ο δεύτερος λόγος που έχουµε να διατυπώσουµε είναι ακόµη πιο ισχυρός. Οπως εξοµολογείται ο Βενέζης στον πρόλογο της συνέντευξης, καµωµένη η τελευταία στα 1960, την κράτησε στα χαρτιά του αδηµοσίευτη για πέντε ολόκληρα χρόνια. Για να τη δηµοσιεύσει τελικά στο «Βήµα» σε δύο συνέχειες, στις 29 Δεκεµβρίου του 1964 και στις 5 Ιανουαρίου του 1965. Πότε δηλαδή; Ακριβώς, όταν ο Τύπος της Αριστεράς αρχίζει να δίνει πληροφορίες σύµφωνα µε τις οποίες ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Στέφανος Στεφανόπουλος βολιδοσκοπείται για το ενδεχόµενο να ηγηθεί κεντροδεξιάς κυβέρνησης έπειτα από µια εκ των ένδον ανατροπή της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου. Στις 6 όµως Ιανουαρίου, την εποµένη της δηµοσίευσης του δεύτερου µέρους της συνέντευξης, ο Γεώργιος Παπανδρέου προχωρεί σε µερικό ανασχηµατισµό της κυβέρνησης, αφήνοντας εκτός σχήµατος τον Σάββα Παπαπολίτη, µε αποτέλεσµα βουλευτές που πρόσκεινταν σε αυτόν να καταθέσουν στη Βουλή δήλωση ανεξαρτητοποίησης. Ο Γεώργιος Παπανδρέου απειλεί µε προσφυγή στις κάλπες, γεγονός που έκανε τους «αντάρτες» της Ενώσεως Κέντρου να αναιρέσουν επισήµως τη δήλωση ανεξαρτητοποίησης.

Οσα θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες, γνωστά στις κεντρικές τους γραμμές, μοιάζουν με το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», που θα έχει ως συνέπεια την παραίτηση της κυβέρνησης Παπανδρέου μετά την πλήρη διαφωνία των Ανακτόρων με τον πρωθυπουργό. Εχουμε φτάσει στον σημαδιακό Ιούλιο του 1965. «Τις πταίει;». Αν και τον Φεβρουάριο ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε εξαγγείλει στη Βουλή την εξάντληση της κυβερνητικής τετραετίας, δεν είχε υπολογίσει τις καταγγελίες που θα διατύπωνε, στο μεταξύ, εις βάρος του ο υπουργός Αμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς (για την ιστορία, υπήρξε αδελφός της ποιήτριας Μαρίας Αρκαδίου, πεθεράς του Κώστα Σημίτη). Συγκεκριμένα, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς αποκάλυπτε ότι με σημείωμά του ο πρωθυπουργός τού υπεδείκνυε να συνεννοηθεί, σχετικά με το στράτευμα, με κομματικούς του φίλους. Μέσα σε αυτό το κλίμα –προφανώς για να ενισχύσει τον Γέρο της Δημοκρατίας –ο Βενέζης αποφασίζει τη δημοσίευση της συνέντευξης, χωρίς ωστόσο να αφουγκράζεται και ο ίδιος τη «βοή των πλησιαζόντων γεγονότων». Διαφορετικά δεν θα έγραφε στον πρόλογό του πως όταν συναντήθηκε με τον Γεώργιο Παπανδρέου για τη συνέντευξη «δεν ήταν ούτε αρχηγός μεγάλου κόμματος ούτε νικητής ούτε φυσικά πανίσχυρος πρωθυπουργός». Πόσο πανίσχυρος όμως μπορεί να είναι ένας πρωθυπουργός όταν σε λίγους μέσα μήνες πρόκειται να εξαναγκαστεί σε παραίτηση ή δεν έχει διαγνώσει το ενδεχόμενο της αποστασίας συνεργατών, φίλων και ομοϊδεατών; Ιδού όμως τα χαρακτηριστικότερα αποσπάσματα αυτής της ιστορικής συνέντευξης:

«Πρωινό. Στο Καστρί. Στη βίλα “Γαλήνη”. Πελώρια πεύκα, ένας αρκετά μεγάλος κήπος περιβάλλουν το απέριττο, διόλου φανταχτερό, το εναντίον, απλό εξοχικό σπίτι όπου, από χρόνια πολλά, κατοικεί ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ρίχνει χιονόνερο. Αλλά μέσα στο σπίτι όλα υποτάσσονται στο ίδιο ύφος: πολλή ζεστασιά, κανένας θόρυβος που να φτάνει από το δρόμο, καμιά φωνή σε υψωμένο τόνο. Ο άνθρωπος που βρίσκεται κάθε μέρα, επί τόσα χρόνια τώρα, στο προσκήνιο της ταραγμένης ελληνικής ζωής, θέλει να ζει εδώ την άλλη όψη του ανθρώπου. Οι τοίχοι του γραφείου σκεπάζονται από τις βιβλιοθήκες του προέδρου. Πολλά γερμανικά βιβλία, λιγότερα αγγλικά, οι κλασικοί Ελληνες συγγραφείς. Στο μεγάλο τραπέζι όπου εργάζεται ο πρόεδρος, κανένα χαρτί. Μόνο σε ένα βάζο ένα κίτρινο τριαντάφυλλο. Πάνω σε μια βιβλιοθήκη η φωτογραφία του Ανδρέα Γεωργίου Παπανδρέου, με τρυφερή αφιέρωση του γιου προς τον πατέρα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, έως χθες κοσμήτωρ της οικονομικής σχολής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, που έφτασε μόλις πριν από λίγες μέρες στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών είναι, δικαιολογημένα, το μεγάλο καμάρι του προέδρου. Καθώς, πριν από κάθε άλλο, ο λόγος ήρθε για το γιο του, ο πρόεδρος μου δείχνει τα κείμενα που τοποθετούν διεθνώς ως επιστήμονα τον Ανδρέα Γ. Παπανδρέου.

-Δεν μιλώ για τα αμερικανικά κείμενα. Αλλά για τα ευρωπαϊκά. Ιδέστε το “Mathematical Economics” του P.G.D. Allen. Ο έγκυρος συγγραφεύς αναφέρεται σε τρεις απόψεις: του Keynes, του Modigliani, του Παπανδρέου. Ιδέστε επίσης και τα πρόσφατα τεύχη του Γερμανικού Λεξικού των Κοινωνικών Επιστημών.

Θα είστε ευτυχής τώρα που γύρισε στην Ελλάδα;

Ετσι έπρεπε, να γυρίσει. Παραιτήθηκε από τη σπουδαιότερη οικονομική σχολή της Αμερικής για να υπηρετήσει την Ελλάδα. Τον συνεπήρε το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στη χώρα του. Θα το πληρώσει με πικρία, ίσως όπως όλοι μας. Αλλά είναι τίμημα που το οφείλει. Στην Αμερική είχε, βέβαια, να κάμει έναν αγώνα ανόδου, αλλά δεν δοκίμασε πικρία. Βρήκε από παντού ενθάρρυνση. Εδώ η αναγνώριση έχει πίκρα πολλή. Αλλά το αντιστάθμισμα είναι ότι εδώ είναι ο τόπος του. Είναι η Ελλάδα.

Από το πολυτάραχο παρελθόν των πρώτων πενήντα χρόνων του αιώνα μας, τι σας έχει μείνει;

Ξέρετε τι δύσκολο είναι η αξιολόγηση των συγκινήσεων. Εγνώρισα τον Ελευθέριο Βενιζέλο για πρώτη φορά στο Βερολίνο ως πρόεδρος του Συνδέσμου των Ελλήνων Σπουδαστών. Ηταν μια σφοδροτάτη συγκίνησις αυτή η πρώτη επαφή. Είκοσι επτά ετών διορίσθην Γενικός Διοικητής του Αιγαίου. Ηγήθην της Επαναστάσεως εις το Αιγαίον, εις τον καιρόν του πρώτου ευρωπαϊκού πολέμου. Υπουργός έγινα εις την Επανάστασιν του ’22, προτού γίνω βουλευτής. Ολα αυτά είναι συγκινήσεις ζωηραί. Ερχονται έπειτα οι αναμνήσεις από τη θητεία μου ως υπουργού της Παιδείας και έπειτα αι άλλαι αναμνήσεις, τα δυσάρεστα: πέντε φορές εμπήκα εις τη φυλακή, πέντε φορές εστάλην εξορία κατά την πολυκύμαντη περίοδο. Αλλά αν πρόκειται να αναζητήσω τας σφοδροτέρας συγκινήσεις είναι δυο και ανάγονται και οι δυο εις την εποχή της πρωθυπουργίας μου, εις το 1944.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός για να συγκεντρωθεί και να αναπολήσει, άρχισε να αφηγείται:

Είχα κάμει την κυβέρνηση της Εθνικής Ενώσεως εις την ξένην, με τη συμμετοχή και των κομμουνιστών. Η μεγάλη μου αγωνία ήταν αν θα μπορούσα να γυρίσω εις την Ελλάδα. Ή μήπως οι κομμουνισταί –το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ –κατελάμβαναν με κάποια πρόφαση την εξουσία αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών και εδημιούργουν τετελεσμένο γεγονός. Με τους κομμουνιστάς που ήσαν εις την κυβέρνησίν μου ήμουν ήσυχος. Είχαν πειστεί να προχωρήσουμε ομαλά. Αλλά μου ενέπνεαν ανησυχία οι κομμουνισταί που ήσαν εις την Ελλάδα, και ιδίως ο Αρης Βελουχιώτης. Γι’ αυτό έστειλα εις τας Αθήνας τον Θεμιστοκλή Τσάτσο και τον Ζεύγο διά να ασκήσουν όλην την επιρροή τους εξ ονόματος της κυβερνήσεως και να προλάβουν οιοδήποτε πραξικόπημα. Ο Ζεύγος εξετέλεσε πράγματι τιμίως την αποστολή του και επέβαλε πειθαρχία εις τον κομμουνισμόν. Αλλά εγώ ερχόμενος εις την Ελλάδα με το πλοίο από την Ιταλία, δεν ήξερα τι ακριβώς εγίνετο εδώ. Ολη μου η αγωνία ήταν μήπως είχε συμβεί το πραξικόπημα. Εφθάσαμε εις τον Πόρο 17 Οκτωβρίου 1944, ημέρα Τρίτη. Δεν ήθελα να είναι ημέρα Τρίτη που η κυβέρνησις θα έφτανε εις τας Αθήνας. Ο Λήπερ, ο Αγγλος πρέσβης, ρωτούσε να μάθει “μα γιατί;. Του απάντησα ότι ημέρα Τρίτη έπεσε η Κωνσταντινούπολις. Ο Αγγλος έμεινε κατάπληκτος για το ότι οι καιροί του Βυζαντίου επηρέαζαν ακόμη τόσο ζωηρά τη ζωή του έθνους.

Θα θέλατε, κύριε πρόεδρε, να θυμηθείτε το άλλο περιστατικό που σας προκαλεί ζωηρή συγκίνηση;

Η δευτέρα μεγάλη συγκίνησις της ζωής μου ήταν ενάμιση μήνα αργότερα, εις τας 3 Δεκεμβρίου 1944, την ημέρα της κομμουνιστικής στάσεως. Είχε ήδη αναγγελθεί το συλλαλητήριο του ΕΑΜ εις την Πλατείαν Συντάγματος και ήξερα πλέον ότι πηγαίνομε προς επανάστασιν. Είχα καλέσει τον Εβερτ, τον διευθυντή της Αστυνομίας, και του είχα δώσει οδηγίας, ότι πάση θυσία να μην πυροβολήσουν τα αστυνομικά όργανα. Επειδή ήθελα να γίνει και αντικειμενικώς βέβαιον ότι αυτοί είχαν την πρωτοβουλία της ενόπλου επιθέσεως. Ημουν εις το σπίτι μου –εις τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας όπου έμενα τότε –εκείνο το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου του 1944. Και επερίμενα με αγωνία την έκβαση του ενόπλου συλλαλητηρίου. Οταν ξαφνικά ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί, είπα μέσα μου “ήρχισαν την επανάστασιν. Εδοκίμασα λύπη βαθύτατη. Αλλά ταυτοχρόνως είχα απόλυτη ηθική ηρεμία. Αισθανόμουν ότι είχα κάνει το παν για να αποφύγουμε την επανάστασιν.

Είναι ακριβές αυτό που λέγεται ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξεμηδένιζε τους συνεργάτες του;

Όχι, δεν είναι διόλου αληθές. Ακούστε ένα περιστατικό: επήρα την απόφαση ως υπουργός της Παιδείας να κλείσω τα ξένα δημοτικά σχολεία διότι έκαναν προπαγάνδα και να αφήσω μόνον μέσης παιδείας ξένα σχολεία. Την απόφαση αυτή την επήρα απόντος του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου που ήταν εις το εξωτερικόν. Η απόφασίς μου επροκάλεσε μεγάλο σάλο εις τους κύκλους των ξένων, που εκινητοποίησαν τις κυβερνήσεις τους, ιδίως οι Γάλλοι, οι Φρέρηδες. Τότε ο Αριστείδης Μπριάν έκαμε διάβημα εις τον Βενιζέλο που ήταν στο Παρίσι και ο Βενιζέλος μου ετηλεγράφησε να ματαιώσω το μέτρο. Του απάντησα ότι εγώ είχα εξαγγείλει το μέτρο, ότι το θεωρώ επιβεβλημένο και ότι υποβάλλω την παραίτησή μου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μου ετηλεγράφησε να τον περιμένω. Οταν επέστρεψε, με εκάλεσε να φάμε μαζί. Εμενε στο Πεντελικόν” στην Κηφισιά. Καθώς ανεβαίναμε με το αυτοκίνητό του, μου λέει: “Οι τολμηροί έχουν δίκιο”. Του απάντησα: “Από σας το εδιδάχθην”».