Από την ερασιτεχνική μου συνάφεια με το έργο του Τσέχοφ δυο λέξεις μου έχουν εντυπωθεί το περισσότερον. Η μία είναι η ποδάγρα και η άλλη το Χάρκοβο. Για την πρώτη, τη ρομαντική αρρώστια διανοουμένων, γερόντων και κάποιων μαλθακών πολύ τσεχοφικών τύπων ρώτησα φίλους μου γιατρούς και με προσανατόλισαν, στο περίπου. Πρόκειται λέει για τη δική μας την ταπεινή ουρική αρθρίτιδα που χαρακτηρίζεται συνήθως από ευαισθησία, ερυθρότητα και αίσθηση θερμότητας στη μεταταρσοφαλαγγική άρθρωση, στη βάση του μεγάλου δακτύλου του ποδιού. Τώρα μάλιστα. Πάμε λοιπόν κούτσα κούτσα και μέχρι το Χάρκοβο. Οχι εκεί που συμβαίνει το τρέχον μακελειό με πιο πρόσφατο θύμα τον Γκενάντι Κέρνες, τον ρωσόφιλο δήμαρχο της πόλεως, αλλά στο άλλο Χάρκοβο των θεατρικών μας βιβλίων και συγκεκριμένα στο Χάρκοβο του Λοπάχιν από τον «Βυσσινόκηπο». «Κι εγώ φεύγω για το Χάρκοβο με το ίδιο τρένο, ένα σωρό δουλειές με περιμένουν». Τι δουλειές, ποιο τρένο και γιατί όχι στην πολυσήμαντη Μόσχα των «Τριών Αδελφών» ή στο Παρίσι της Λιούμποβ Αντρέεβνα;

Το τοπωνύμιο υπάρχει στα μονόπρακτα του Τσέχοφ και αλλού, πουθενά όμως δεν εμφανίζεται φορτισμένο από τη φυγόκεντρη frustration των προσώπων. Στην άλλη μου ζωή, τότε που θα ‘χω χρόνο άπλετο και ούτε έναν αυστηρό καθηγητή πάνω απ’ το κεφάλι μου να με πιάνει απ’ το τσουλούφι για την παραμικρή μου κοτσάνα, μπορεί και να γράψω μια πραγματεία για το δικό μου Χάρκοβο. Θα είναι ένας τόπος «εδώ» ή «λίγο παραπέρα». Ρούπι μακρύτερα από τις εσωτερικές μου συντεταγμένες. Αυτόν θέλω να εξερευνήσω, να φτιάξω τον χάρτη με τις παγίδες, τα ξέφωτα και τις κρυψώνες του.