ο κιτς δεν είναι πάντα άσχημο. Πολλές φορές μάλιστα αξιολογείται ετεροχρονισμένα στο χρηματιστήριο της αισθητικής. Θυμηθείτε τον Αντι Γουόρχολ. Αυτό βεβαίως αφορά όψεις της τέχνης ή ολόκληρα ρεύματα.

Το κιτς όμως διαφόρων καθεστώτων (κάθε καθεστώς που σέβεται τον εαυτό του επιβάλλει και ένα κιτς ρεύμα) είναι μια δομημένη προσπάθεια να επιβληθεί αισθητική με μαζικούς όρους. Αυτό το σχήμα ακολούθησε και η δικτατορία των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου του 1967 αφού από την πρώτη στιγμή η αισθητική της υπήρξε ένα κράμα απολυταρχικών μεθόδων και ελληνικών ιδιομορφιών στο φόντο μιας άκαμπτης εθνικοφροσύνης.

Εδώ βέβαια χρειάζεται και μια δεύτερη διευκρίνιση προτού καταδυθούμε στο απριλιανό κιτς: παράλληλα με το κρατικό – κυβερνητικό πέπλο με τις γιορτές στο Καλλιμάρμαρο και όλες τις άλλες όψεις, τα ελεύθερα και δημιουργικά ρεύματα της τέχνης υπήρχαν και συνέχιζαν τον δρόμο τους, μετασχηματίζονταν, άνοιγαν με τη σειρά τους δρόμους σε κινηματογράφο, λογοτεχνία, θέατρο. Και εδώ δεν είχαμε να κάνουμε μόνο με μια υπόγεια ή φανερή πολιτική αμφισβήτηση.

Ας θυμηθούμε ότι εν μέσω χούντας (καλοκαίρι του 1970) έχουμε τα περίφημα «Δεκαοκτώ Κείμενα» που εκδόθηκαν από τον Κέδρο με εμφανές το αντιδικτατορικό πρόσημο. Παράλληλα με αυτό έχουμε και πράξεις στο τερέν των άλλων όψεων της Τέχνης που μπορεί να μην είναι προφανώς αντιστασιακές αλλά σίγουρα ελεύθερες και εκτυλίσσονται κάτω από τη μοκέτα του καθεστώτος. Η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ας πούμε, που γυρίστηκε το 1970 δεν είναι απλώς ο τελευταίος σπασμός του μαζικού σινεμά αλλά και μια από τις γενέθλιες πράξεις του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Εναν χρόνο μετά (1971) έχουμε και την αρχετυπική «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού. Στα χρόνια της δικτατορίας έχουμε την πρώτη μαζική παραγωγή βίπερ και την εξοικείωση του λαϊκού κοινού με λογοτεχνικά κείμενα όπως του Σολζενίτσιν. Τότε επίσης ανθούν οι μπουάτ και η μελοποίηση ποιητών.

Το θέμα μας όμως είναι άλλο. Και αυτό δεν είναι παρά μια αισθητική που εκτυλίσσεται με διοικητικούς όρους και εκτελείται με διαταγές. Οι Απριλιανοί από την πρώτη στιγμή για παράδειγμα εκμεταλλεύονται τη λαϊκότητα της τηλεόρασης που μετά το 1968 γίνεται κυρίαρχο μέσο και τότε η δημοφιλής σειρά «Ο άγνωστος πόλεμος» τρέχει παράλληλα με τις περίφημες κινηματογραφικές υπερπαραγωγές του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Τζέιμς Πάρις (Δημήτρη Παρασχάκη).

ΤΑΙΝΙΕΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ. Ας σταθούμε λίγο στον τελευταίο που αποτέλεσε έκφραση της αισθητικής τής χούντας στη μεγάλη οθόνη με ταινίες όπως «Η μάχη της Κρήτης», «Οι τελευταίοι του Ρούπελ», «Οχι», «Παπαφλέσσας». Ο πανούργος Ελληνοαμερικανός αναλαμβάνει την εργολαβία του τόνωσης του εθνοπατριωτικού φρονήματος, οι ταινίες του προβάλλονται στα σχολεία ενώ για να πάρουμε μια γεύση από ψυχροπολεμική και αντικομμουνιστική προπαγάνδα ας θυμηθούμε ότι το σενάριο της ταινίας – παραγωγής του «Σύνορα της προδοσίας» (σημειωτέον έκοψε 710.994 εισιτήρια!) το 1968 αφορά έναν σοβιετικό πράκτορα που έρχεται στην Ελλάδα για να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικές με στρατιωτικές εγκαταστάσεις και ενώ κοντεύει να τελειώσει την αποστολή του αποκαλύπτεται η ταυτότητά του.

Η χούντα στέκεται στο πλευρό του Πάρις έμπρακτα με οπλισμό, σκηνικά και φαντάρους. Κρατήστε το τελευταίο καθώς οι φαντάροι είναι ο συνδετικός κρίκος με τον έτερο άξονα του κιτς της χούντας: τις περίφημες γιορτές στο Καλλιμάρμαρο. Αναλυτικότερα, η αιχμή της προπαγάνδας των συνταγματαρχών ήταν η περίφημη πολεμική αρετή των Ελλήνων που γινόταν εδώ αλλά και στο Καυτανζόγλειο της Θεσσαλονίκης. Η πολυθεματική φιέστα γινόταν μπροστά σε ένα κατάμεστο στάδιο και το αφήγημα αφορούσε μια αναπαράσταση των σημαντικότερων σταθμών του έθνους, από τα αρχαία χρόνια μέχρι την «εθνοσωτήρια Επανάσταση» της 21ης Απριλίου. Ακροβατικά εσατζήδων πάνω σε μηχανές. Επιδείξεις μυϊκής δύναμης ή γυμναστικής. Αρματα. Και μάχες Ελλήνων και Τρώων, παρελάσεις στρατεύματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γυναίκες της Ηπείρου από το έπος του 1940, χλαμύδες, περικεφαλαίες και μακεδονομάχοι σε ένα σουρεαλιστικό κάδρο που δεν είχε τη γεωμετρία μιας Λένι Ρίφενσταλ αλλά κάτι από σχολική παράσταση επιμελημένη από κακόγουστο δάσκαλο.

Η πολεμική αρετή βέβαια είχε αίσιο τέλος για το γένος των Ελλήνων, αφού οι λογής λογής εχθροί του έθνους (από Πέρσες μέχρι κομμουνιστές) τελικά ηττήθηκαν εν μέσω χειροκροτήματος. Προσθέστε την εικόνα πεζοναυτών που πέφτουν με ελικόπτερα στο κέντρο του Σταδίου και βέβαια τον ίδιο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο που με λόγους του έβαζε το κερασάκι στην τούρτα των κιτς θεαμάτων. Και μπορεί σήμερα να θυμίζουν καρτούν οι τριήρεις (από φελιζόλ) και οι νέοι με τις περικεφαλαίες, όλα τα παραπάνω όμως αποτέλεσαν για επτά χρόνια την κυρίαρχη αισθητική, πασπαλισμένη με κάτι από Ψυχρό Πόλεμο.

Ας μην ξεχνάμε εδώ το περίφημο φωτεινό πουλί αλλά και τον φοίνικα με τον ένοπλο στρατιώτη που γέμιζαν τις πόλεις, τα εξώφυλλα περιοδικών, τους στρατώνες ή τις δημόσιες υπηρεσίες και αποτέλεσαν την πιο συμβολική σύνοψη ενός ανελεύθερου καθεστώτος που παράλληλα γέμιζε τα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας, τις φυλακές του Ωρωπού ή τους τόπους εξορίας με εκατοντάδες αντιφρονούντες.

Χούντα όμως δεν είναι μόνο τα παραπάνω –στο πεδίο της αισθητικής. Χούντα είναι και η διαχείριση της εικόνας της. Παράλληλα με το Καλλιμάρμαρο, τις Ολυμπιάδες, το πουλί και τους φοίνικες, οι συνταγματάρχες δίνουν μια άλλη διάσταση στο περίφημο ρητό του Μακ Λούαν «το μέσο είναι το μήνυμα», τσουγκρίζοντας αβγά, σουβλίζοντας αρνιά και χορεύοντας τσάμικα στα στρατόπεδα την Κυριακή του Πάσχα υπό τους ήχους δημοτικών τραγουδιών (ίσως το είδος του τραγουδιού που κακοποιήθηκε πιο βάναυσα απ’ όλα) σε ένα κάδρο που τα έχει όλα: σούβλες, δηλώσεις Παττακού, χαμόγελα και κρύα αστεία.

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΦΟΛΚΛΟΡ. Χούντα όμως ήταν και το ράλι με τρακτέρ στη Λαμία στα περίφημα Θερμοπύλια, οι αναπαραστάσεις αρχαιοελληνικών συμποσίων στο Χίλτον εν μέσω φλας και κρασιού, οι μαίανδροι και λοιπά αρχαιοελληνικά στοιχεία που ενσωματώνονται στις τότε τάσεις της μόδας αλλά και στο τουριστικό φολκλόρ που τα έχει όλα: από τα μποτάκια της Δέσποινας Παπαδοπούλου και την περίφημη φράση «Visit Greece to learn the Truth» («Επισκεφθείτε την Ελλάδα για να μάθετε την Αλήθεια») που υποδεχόταν τους επισκέπτες στο παλιό Αεροδρόμιο του Ελληνικού ώς τα πρώτα θεμέλια του περίφημου «σουβλάκι, love and sun» που μπαίνουν εκείνη την εποχή.

Κάτι τελευταίο: το περίφημο Τάμα του Εθνους υπήρξε επίσης αντιπροσωπευτικό της τότε αισθητικής. Ενα υποτίθεται τάμα του Κολοκοτρώνη ήθελε ναό του Σωτήρος στα Τουρκοβούνια και ολόκληρη καμπάνια και έρανοι των χουνταίων οργανώθηκαν με αυτόν τον σκοπό, χωρίς ποτέ να γίνει οτιδήποτε.

Ετσι, η επταετία δόμησε τα θεμέλια του κιτς της πάνω στη μισαλλοδοξία, την αμορφωσιά και τον υπαρκτό εθνικόφρονα σουρεαλισμό ώσπου να υποστεί τις πρώτες ρωγμές της και τα βουβά κύματα της αμφισβήτησης να πυκνώσουν και να την γκρεμίσουν.

Κομμένα και ξαναγραμμένα

Το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» ήταν ένα αισθητικό και πολιτικό ιδεώδες που για να επιβληθεί είχε παράλληλα σύμμαχο τη λογοκρισία και τις διώξεις. Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύονται διά ροπάλου ενώ και πολλά άλλα λαϊκά ή έντεχνα της εποχής κόβονται και ξαναγράφονται. Δύο παραδείγματα μόνο: το «Πάει ο καιρός» το 1965 του Χατζιδάκι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση γίνεται «Πρωτομηνιά» το 1971 με τον Μανώλη Μητσιά. Και το «Θα κλείσω τα μάτια» του Ακη Πάνου κατεβαίνει από τη χούντα το 1967 και ξαναγράφεται με ερωτικούς στίχους το 1974 ερμηνευμένο από τη Βίκυ Μοσχολιού.

Η «ολυμπιονίκης» Κλειώ

Ξεχωριστή θέση στο κιτς της xούντας είχαν οι Ολυμπιάδες Τραγουδιού (έξι μέσα στην Επταετία), μάλιστα στην πρώτη υπήρχε αντιπροσώπευση 17 χωρών. Η εικόνα πάντως της Κλειώς Δενάρδου (φωτογραφία) στη δεύτερη Ολυμπιάδα, το 1969, μπροστά σε μια τεράστια λύρα με πυρσούς να τραγουδάει το «Πού να ‘ναι ο ίσκιος Σου Θεέ», νικήτρια βέβαια του διαγωνισμού, είναι κάτι παραπάνω από ταυτόσημη με την αισθητική της χούντας εκείνης της περιόδου.