Ο Γιώργος Μπίζος – ή, όπως τον αποκάλεσε ο πρεσβευτής της Νότιας Αφρικής στη χώρα μας S.R. Makgetta, ο «θείος Γιώργος», μια κι έτσι τον λένε όλοι οι Νοτιοαφρικανοί – ήταν ο επίσημος προσκεκλημένος στην εκδήλωση του Ελληνοαφρικανικού Επιμελητηρίου στη μνήμη του Νέλσον Μαντέλα. Διηγούμενος κάποιες από τις αναμνήσεις του – χωρίς ίχνος διδακτισμού – πρόσφερε ένα μάθημα κατά του ρατσισμού στην Ελλάδα, που «βρέθηκε» με ένα νεοναζιστικό κόμμα στο Κοινοβούλιο.

Παρότι ανέβηκε στο βήμα κρατώντας έναν γαλάζιο φάκελο, προτίμησε να μη μιλήσει με βάση τα χειρόγραφά του. Ο 86χρονος Γιώργος Μπίζος θυμάται ακόμη πως όταν βγήκε ο Μαντέλα από τη φυλακή αυτός και άλλοι δέκα από το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο μαζεύονταν σε ένα ξενοδοχείο και έγραφαν πυρετωδώς τον Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Σύνταγμα. «Ηρθε και μας είπε «σας ευχαριστώ, αλλά σας παρακαλώ να γράψετε ένα Σύνταγμα που δεν θα είναι καλό μόνο για τους μαύρους ή το κόμμα μας. Να κάνετε ένα Σύνταγμα που θα ενώνει τη χώρα μας και θα εγγυάται τα δικαιώματα όλων»». Οι θεσμοί ήταν ένα από τα μυστικά της εθνικής συμφιλίωσης, άφησε να εννοηθεί. Χθες λοιπόν άνοιξε τον φάκελό του μόνο για να διαβάσει επί λέξει κάποια από τα άρθρα αυτού του Καταστατικού Χάρτη της Νότιας Αφρικής.

Με καμάρι διάβασε αυτό που ρητά ορίζει την υπεροχή του γράμματος του νόμου έναντι των πάντων. «Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν υπακούει απόφαση δικαστηρίου» είπε. Λίγο πριν ο πρεσβευτής είχε επισημάνει στο κοινό πόσο σημαντικό είναι για τη νοτιοαφρικανική κοινωνία τώρα στη δίκη του Πιστόριους, «όπου υπεράσπιση, κατήγορος, κατηγορούμενος, αστυνομικοί είναι λευκοί», να βλέπει ότι στην έδρα υπάρχει «μια μαύρη δικαστίνα». Αυτή είναι μια εικόνα που δεν είχαν συνηθίσει και μια μεταρρύθμιση στην οποία ο «θείος Γιώργος» συνέβαλε. Και ο ίδιος ο Γιώργος Μπίζος θα πει, άλλωστε, ότι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη (μια και μέχρι τότε οι δικαστές ήταν μόνο λευκοί άνδρες) ήταν προαπαιτούμενο για να αποφύγουν έναν νέο διχασμό στη μετά το απαρτχάιντ εποχή.

Παρότι έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και σήμερα καθημερινά περιστατικά τον πληγώνουν.

Διηγείται μια ιστορία από την Καλαμάτα, όπου είδε μια καταστηματάρχη να φωνάζει μια Τσιγγάνα «κλέφτρα» γιατί τόλμησε να ρίξει μια ματιά στο εμπόρευμά της. «Ντρέπομαι σαν Ελληνας όταν γίνεται αυτό στην Καλαμάτα. Οσο ντρέπομαι που γίνεται στη Νότια Αφρική» είπε.

«Σαβούρα». Οταν έφτασε μαζί με άλλους στο Γιοχάνεσμπουργκ, στα 13 του, κάποιοι λευκοί έκαναν διαδήλωση έξω από τον σταθμό κρατώντας πλακάτ που τους αποκαλούσαν «σαβούρα της Ευρώπης». Στην τελευταία τάξη του Λυκείου όμως ένας λευκός συμμαθητής του προσφέρθηκε να του μάθει αφρικάανς, τη γλώσσα τους, που αν δεν τη μιλούσε δεν θα γινόταν δεκτός στο πανεπιστήμιο. Ο Γιώργος Μπίζος έχει μάθει από πρώτο χέρι ότι δεν ισχύουν οι γενικεύσεις και γι’ αυτό τις απεχθάνεται. Ζητεί λοιπόν «να σταματήσουμε να κάνουμε γενικεύσεις» αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τον ρατσισμό.