Κόκκινη κάρτα στη φορολόγηση του επιδόματος βιβλιοθήκης και συμμετοχής σε συνέδρια που εισπράττουν οι καθηγητές Πανεπιστημίου έβγαλε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η φορολόγηση του επιδόματος για τα μέλη κάθε βαθμίδας του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των Πανεπιστημίων, που είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται με νόμο από τον Αύγουστο του 2002 (Νόμος 3052/2002).

Η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ δικαίωσε καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου υποχρεώνοντας παράλληλα την αρμόδια ΔΟΥ να επιστρέψει στη δικαιούχο τους φόρους που της είχαν παράνομα παρακρατηθεί τα χρόνια που πέρασαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόφασή τους οι ανώτατοι δικαστές έβαλαν τέλος στην… οδύσσεια της συνταγματικότητας για τη φορολόγηση του εν λόγω επιδόματος. Η κρίση των συμβούλων της Επικρατείας ήρθε ως επιστέγασμα προηγούμενων αποφάσεων Διοικητικών Δικαστηρίων και του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, που επίσης είχαν αποφανθεί ότι το επίμαχο επίδομα δεν υπόκειται σε φορολόγηση θέτοντας ευθέως ζητήματα συνταγματικότητας στην εφαρμογή του νόμου.

Μόνο που ώσπου να κριθεί ο νόμος οριστικά και αμετάκλητα ως αντισυνταγματικός και να σφραγιστεί με την «ετυμηγορία» της Ολομέλειας του ΣτΕ χρειάστηκε να περάσουν 12 χρόνια.

Πριν από περίπου δύο χρόνια η επταμελής σύνθεση του ΣτΕ είχε κρίνει ότι είναι αντισυνταγματική η φορολόγηση της αποζημίωσης που χορηγείται στους πανεπιστημιακούς καθηγητές για ενημέρωση βιβλιοθήκης και συμμετοχή σε συνέδρια, που υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε περίπου 2.000 ευρώ τον χρόνο.

Ωστόσο, επειδή η υπόθεση αφορούσε τη συνταγματικότητα του νόμου παραπέμφθηκε για τελική κρίση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Και τότε οι δικαστές ταυτίστηκαν με την άποψη όλων των συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν κρίνει με τη σειρά τους ότι τα επίμαχα επιδόματα δεν αποτελούν προσαύξηση μισθού, δηλαδή εισόδημα. Κατά συνέπεια, εφαρμόζοντας στην πράξη όσα προβλέπονται στο άρθρο 78 του Συντάγματος και στο άρθρο 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατέληξαν ότι δεν φορολογούνται τα εν λόγω επιδόματα.

Στο σκεπτικό της απόφασης μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι η μη φορολόγηση του επιδόματος δεν ισοδυναμεί με «συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των μελών του διδακτικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών ιδρυμάτων».

Τα χρόνια που μεσολάβησαν ώσπου να κριθεί η υπόθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο πολλοί πανεπιστημιακοί είχαν δικαιωθεί από το Διοικητικό Πρωτοδικείο. Μάλιστα επειδή οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών είναι αμέσως εκτελεστές, οι πανεπιστημιακοί είχαν δικαίωμα να ζητούν να τους επιστραφεί αμέσως από τις αρμόδιες ΔΟΥ ο φόρος που παρανόμως είχε παρακρατηθεί από το επίδομα που είχαν εισπράξει.

Ωστόσο, όπως και στην περίπτωση που έφτασε μέχρι το ΣτΕ, υπήρχαν προϊστάμενοι Εφοριών οι οποίοι αρνούνταν να ικανοποιήσουν τις οικονομικές απαιτήσεις των πανεπιστημιακών και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις των Διοικητικών Πρωτοδικείων. Το επόμενο βήμα ήταν εξαντλώντας τα ένδικα μέσα να ασκούν αναίρεση ώστε να κριθεί η υπόθεση –όπως και έγινε –από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας.

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όσοι πανεπιστημιακοί δεν είχαν δικαιωθεί δικαστικά ή οι Εφορίες στις οποίες ανήκαν δεν εφάρμοζαν τις πρωτόδικες αποφάσεις μπορούν τώρα και με τη βούλα της Δικαιοσύνης πλέον να διεκδικήσουν πίσω τους φόρους που τους έχουν παρακρατηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Η επιστροφή δε των επίδικων απαιτήσεών τους, όπως ρητώς προβλέπεται και από παλαιότερες αποφάσεις, πρέπει να γίνει συνυπολογίζοντας τους νόμιμους τόκους που είχαν απολέσει στο διάστημα έως την οριστική και αμετάκλητη δικαίωσή τους.
ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ

«Η πάγια μηνιαία αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια χορηγείται στα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων για την κάλυψη των δαπανών, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η προαγωγή της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας στον χώρο των ΑΕΙ και η εν λόγω παροχή έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα» αναφέρεται μεταξύ άλλων στο σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ