Συνάδελφοι του Ακύλλα Καραζήση επεδίωξαν και πέτυχαν να αναλάβουν ένα κρατικό θέατρο. Αλλά εκείνος δεν σκοπεύει να ακολουθήσει το παράδειγμά τους. «Δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα» τονίζει. «Θέλω να κάνω αυτά που μ’ αρέσουν. Θέλω να σκηνοθετώ, να διδάσκω, να παίζω, να γράφω. Εχω τρία τέσσερα συρτάρια γεμάτα χειρόγραφα. Επιστρέφω εκεί με κάθε ευκαιρία, όποτε μου αφήνει λίγο ελεύθερο χρόνο το θέατρο».

Σε λίγες ημέρες έχουμε την επέτειο θανάτου του Καρόλου Κουν. Πώς αναπλήρωσε η γενιά σας αυτό το κενό;

Οταν ήμουν μικρός στη Θεσσαλονίκη οι γονείς μου με πήγαιναν στο θέατρο Χατζώκου που δεν υπάρχει πια, κάθε φορά που ερχόταν εκεί το Θέατρο Τέχνης. Δεν πήγαιναν ποτέ στο Κρατικό, δεν ξέρω γιατί. Τότε βέβαια ήταν και χούντα… Από εκείνη την εποχή, θυμάμαι κάποιες παραστάσεις όπως το «Νεκροταφείο αυτοκινήτων» του Αραμπάλ, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Μου είχαν κάνει βαθιά εντύπωση μέχρι τα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια, τότε που ακόμα δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να ασχοληθώ προσωπικά με το θέατρο. Μου άρεσε όμως πολύ. Σαν λογοτεχνία. Τρελαινόμουν με την υπερβολή και τον φανατισμό των «Κουνικών» ηθοποιών. Αυτό ήταν το καλύτερο.

Και πώς μπήκατε σ’ αυτόν

τον «φανατισμό»;

Το 1985 όταν ήμουν ακόμη φοιτητής στη Χαϊδελβέργη, ήρθε στο θέατρο της πόλης ο Χρήστος Λεοντής να γράψει μουσική για την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Τον κάλεσε ο γερμανός σκηνοθέτης επειδή ήταν ελληνολάτρης κι αυτός πήρε εμένα και δύο φίλους μου να παίξουμε μουσική επί σκηνής. Επαιζα τότε κιθάρα σε μια ταβέρνα για μεροκάματο. Μετά δούλεψα για έξι χρόνια ως ηθοποιός.

Στα γερμανικά;

Ναι, βέβαια. Δούλεψα πέντε χρόνια στη Χαϊδελβέργη και μετά έναν χρόνο στη Ζυρίχη.

Τα παιδιά σας θα μάθουν γερμανικά;

Η μεγάλη μου κόρη πηγαίνει σε ένα γερμανικό δημοτικό σχολείο, αυτοδιοικούμενο από γονείς και δασκάλους. Δεν είναι σχολείο επιδόσεων. Μικρό σχολείο και πολύ καλό που κάνει τα παιδιά δημιουργικά και χαρούμενα.