Οι μυθολογίες –και η διάψευσή τους –που αναπτύχθηκαν σε σχέση με πολλές ανακαλύψεις του ανθρωπίνου πνεύματος, θα έπρεπε να μας έχουν προετοιμάσει τουλάχιστον κατά τούτο: ότι καμιά ανακάλυψη, όσο σπουδαία και αν υπήρξε, δεν άλλαξε τη ζωή τόσο ριζοσπαστικά ώστε να μην επιφέρει μαζί με θαυματουργά συχνά αποτελέσματα και νέες δοκιμασίες, ή να μη διαιωνίσει τις παλιές. Ο καθένας, ακόμη και ο πιο ανυποψίαστος που ταυτίζει την εξέλιξη με το γεγονός ότι η ζωή θα συνεχιστεί έτσι ή αλλιώς, θα μπορούσε να αναφέρει πλήθος παραδείγματα. Είχε γράψει κάποτε ο αλησμόνητος ποιητής Τάκης Σινόπουλος, προκειμένου να συμπτύξει τις χρονικές αποστάσεις «Εν αρχή ην ο λόγος και μετά –για να συντομεύουμε –ο Σαρτρ». Με την εισαγωγή μας λοιπόν αυτή αναφερόμαστε αποκλειστικά και μόνο στο Ιντερνετ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξαν εποχές που οτιδήποτε αποκτούσε μαζικό χαρακτήρα προκαλούσε, σε ελάχιστα έστω ευφυή και ανήσυχα πνεύματα, έναν πραγματικό τρόμο. Με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι η μαζικότητα δεν δημιουργεί ποτέ κουλτούρα και ότι είναι αυτή ακριβώς που εκτρέφει τους παντοειδείς φασισμούς.

Σήμερα δεν αντιμετωπίζουμε απλώς μια μετακίνηση ή μια αλλαγή θέσεων. Εχουμε να κάνουμε κυριολεκτικά με μια μετάλλαξη σε σχέση με αυτό που συμβαίνει εξαιτίας του Ιντερνετ. Να κάνει δηλαδή κανείς ό,τι κάνουν εκατομμύρια άλλοι και να θεωρείται ταυτόχρονα μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Να τρέφεται κανείς από τις ίδιες πηγές –τις συχνά βρώμικες –με εκατομμύρια άλλους και να λογαριάζεται το γεγονός ως πνευματική καταξίωση. Ενώ για έναν τρίτο που εξαιρείται του κλίματος αυτού, να τον θεωρούμε όχι περιθωριακό ή αποσυνάγωγο –όπως θα γινόταν παλαιότερα –αλλά περίπου σαν έναν ψωριάρη.

Ακούμε συχνά να μας λένε ότι το Ιντερνετ συνιστά απλώς ένα «εργαλείο» φτιαγμένο με τρόπο ώστε να το χρησιμοποιούν και έξυπνοι και ηλίθιοι, κρατώντας όλοι βέβαια για τον εαυτό τους την ιδιότητα του έξυπνου –επομένως δεν μπορεί να τους βλάψει. Και δεν αναρωτιούνται πόσο έξυπνος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί κάτι, αν και εξακριβωμένα αγνοεί τις εκατοντάδες ψυχολογικές και ηθικές παραμέτρους τις συνδεδεμένες μαζί του. Ή ακόμη δεν τον απασχολεί η σκέψη για το τι πρόκειται να αποφανθεί το μέλλον σε σχέση με ένα εργαλείο όπως το Ιντερνετ –κατά πόσο μπορεί να υπήρξε ένας καθησυχαστικός μηχανισμός ώστε με το να εγκαθιστά ως πανάκεια μια ψευδεπίγραφη αίσθηση ελευθερίας, στην πραγματικότητα μας στέλνει πολλά χρόνια πίσω.

Ακόμα και οι τόσο σοβαρές αυτές αντιρρήσεις θα ήταν αμελητέες αν δεν συνέβαινε με το Ιντερνετ κάτι πολύ χειρότερο. Ενώ υποτίθεται ότι είναι ένα εργαλείο που σε διαπεραιώνει στον μακρόκοσμο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά που κάνουν τον μικρόκοσμό σου ακόμη πιο στέρεο και αδιαμφισβήτητο. Το ψυγείο, το τζάκι ή το φιρμάτο ρούχο εύκολα γίνονται αντιληπτά ως στοιχεία μιας κατακριτέας και συχνά μισητής μικροαστικής νοοτροπίας. Ενα «μέσον» όμως που συμβάλλει στην επικοινωνία, ενώ στην ουσία την καταργεί, δύσκολα καταγγέλλεται ως ένα μικροαστικό αξεσουάρ. Το να βολεύεται κανείς με παραδεδομένες «αξίες» είναι βέβαια κάτι αποκρουστικό, αλλά είναι και κάτι εξηγήσιμο. Τι γίνεται όμως με νεοσύστατες «αξίες» που φαίνεται να υπονομεύουν τις παραδοσιακές, ενώ απλώς τις αντικαθιστούν; Δεν μας έφτανε η εξαστικοποίηση των πνευματικών αγαθών, πάμε τώρα να βάλουμε χέρι και στο Σύμπαν, εξαστικοποιώντας το και αυτό. Με το Ιντερνετ αντί ο μακρόκοσμος να εισβάλλει μέσα μας, τοποθετώντας μας όλους σε έναν κοινό παρονομαστή, γίνεται το μέσον να μεταφέρουμε στο Σύμπαν την ξεσυνέρια μας και τη ματαιοδοξία μας. Μια θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης μας τα άπαντα του Σαίξπηρ, ένα κατοικίδιο μέσα στα πόδια μας τώρα πια και το Σύμπαν.