Λογικά, προτού όλοι υποκλιθούν στην περίφημη πια «Γκόλφω» του, ο Νίκος Καραθάνος σκηνοθετούσε καίγοντας το ίδιο καύσιμο. Οχι πως είχε πει κανείς κακιά κουβέντα για τις προσεγγίσεις του στις «Οκτώ γυναίκες» του Οζάν ή στον «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» του Ροστάν -τουναντίον –πέρα από τους γνώστες όμως, τον ήξεραν κυρίως σαν ικανό ηθοποιό που είχε συνεργαστεί με τους καλύτερους. Και ας είχε νιώσει εκείνος στο μεταξύ τόσο ώριμος ώστε να στραφεί στη σκηνοθεσία, γνωρίζοντας ότι «πρέπει να έχεις δουλέψει μια ζωή για να πάρεις αυτήν την εξουσία που σου επιτρέπει να πεις στον άλλον «προς τα εδώ»». Οι οδηγίες πάντως που έδωσε στους ηθοποιούς του δεκαπεντασύλλαβου βουκολικού δράματος του Σπυρίδωνος Περεσιάδη, ήταν εκείνες που χρειάζονταν ώστε η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου να ξεπουλήσει και να επαινεθεί και από τον πιο ξινό κριτικό. Δυνατή εικαστικά, ή δεμένη ερμηνευτικά, είναι ωστόσο περιγραφές μάλλον ανεπαρκείς να εξηγήσουν τα κατορθώματά της, που περιλάμβαναν και την αποστήθιση (σπάνιο πια στο θέατρο) έξι εμβόλιμων στίχων της Λένας Κιτσοπούλου. Ούτε φταίει για την επιτυχία της το ότι η «Γκόλφω» έφερε τους λόγγους και τα όρη στην οδό Πανεπιστημίου, τάχα ικανοποιώντας τάσεις φυγής. Τι σόι φυγή επιτυγχάνεται με μια κατάμαυρη, πένθιμη, σαν ρέκβιεμ προσέγγιση, όπως του Καραθάνου;

Εδώ όταν κάποιοι στον τόπο καταγωγής του ρώτησαν «τι θα ανεβάσει φέτος» και αυτός αποκρίθηκε «την Γκόλφω», εκείνοι αντιγύρισαν «ποια, τη δικιά μας;», φανερώνοντας ασυνείδητους δεσμούς με ένα κείμενο του 1893. Ισως γι’ αυτό ο σκηνοθέτης απέφυγε τις αλλαγές που θα αφυδάτωναν το έργο. Μοίρασε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ηθοποιούς τριών διαφορετικών ηλικιών (ανάμεσά τους κι ο ίδιος) που αποτύπωναν την εξέλιξη του δράματος. Και προτού στις 16 Αυγούστου η παράσταση μεταφερθεί πανηγυρικά στα βουνά και τα λαγκάδια της Επιδαύρου, ο Καραθάνος έκανε απλώς μια προσαρμογή στον χώρο.

Αθεράπευτα ηθοποιός ωστόσο, δυο βδομάδες νωρίτερα, στον «Κύκλωπα» που σκηνοθέτησε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, είχε υποδυθεί στο αργολικό θέατρο έναν Οδυσσέα μάγκα, άστατο και ρεμβώδη, ντυμένο σαν πειρατή. Η παράσταση αγαπήθηκε και αυτή από το φιλοθέαμον, το οποίο στο εξής δυσκολευόταν να μιλήσει για τη χρονιά που ολοκληρωνόταν χωρίς αναφορά στον Καραθάνο. Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκε και ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού που στην παρουσίαση της νέας σεζόν ανακοίνωσε ότι η «Γκόλφω» θα επαναλαμβανόταν. Η ανταπόκριση ήταν πάλι τέτοια, που το έργο πήρε παράταση.

Με αυτά και με εκείνα, από την πρεμιέρα της 6ης Μαρτίου μέχρι την τελευταία παράσταση της 28ης Νοεμβρίου, την «Γκόλφω» χειροκρότησαν πάνω από 92.000 χέρια. Με αυτήν τη δυναμική, ο Καραθάνος πρωταγωνιστεί πλέον στο αλληγορικό «Παραλλαγές θανάτου» του Γιον Φόσε (θέατρο «Πορεία», σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά). Για τον ερχόμενο Μάρτιο, σκηνοθετεί στο Εθνικό, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου. Η ελπίδα βέβαια ότι, αν κάτσει ο κουρνιαχτός και η «Γκόλφω» αποδειχθεί μια από τις φωτεινότερες σελίδες της ιστορίας του Εθνικού, τότε και την επόμενη χρονιά, για χάρη όσων την έχασαν, θα έχουμε μια ακόμα ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτήν, δεν είναι και η πιο μάταιη.