Μπιζιμποντικό Φλούξους

Αγαπητή Φοίβη

Τα έχουν πει και τα έχουν γράψει ουκ ευάριθμες φορές. Αναλυτές και δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και άλλοι ειδικοί, ακόμη και απλοί επιστολογράφοι, όπως εμείς που όποτε μας καπνίσει σου κάνουμε τα νεύρα κρόσσια με τις εξυπνάδες και τα απωθημένα μας. Για τα αίτια τού πώς και γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, ο λόγος.

Οι μοναδικοί που προσποιούνται άγνοια είναι οι αυτουργοί. Οι φυσικοί, βέβαια. Γιατί στην ηθική αυτουργία, λίγο ή πολύ, όλοι έχουμε μερίδιο. Εμείς τους αναδείξαμε οικονόμους και πηδαλιούχους στο καράβι μας, το κρουαζιερόπλοιο «Αμέριμνη Ελλάδα». Και όσο έπλεε με ούριους ανέμους στα πέλαγα και στους ωκεανούς της επίπλαστης ευμάρειας τα «πάντα όλα» ήσαν μια χαρά. Καπεταναίοι, το πλήρωμα και οι τυχεροί επιβάτες απολάμβαναν ασμένως τις πολυτέλειες της κρουαζιέρας και οι υπόλοιποι τους ζηλεύαμε.

Μέχρι που σηκώθηκαν τα πρώτα μποφόρ και άρχισε η θαλασσοταραχή. Με τους πρώτους κλυδωνισμούς ο τότε κυβερνήτης πήρε τους αξιωματικούς, μπήκαν στις «σωσίβιες λέμβους» και λάκισαν. Και ο επόμενος που ανέβηκε στη γέφυρα το ‘ριξε στα βράχια. Εκεί προς Καστελλόριζο μεριά. Κι ας διακήρυττε πως «τα ύδατα ήσαν χαρτογραφημένα». Πάλι καλά να λέμε που δεν βυθίστηκε εντελώς. Τώρα, το έχουνε δέσει με κάτι χοντρές μιλτωμένες γούμενες και μας έβαλαν όλους να τραβάμε μπας και ξεκολλήσει.

Και οι καπεταναίοι; Πού είναι οι καπεταναίοι; Ο ένας ατάραχος στη νιρβάνα του διακόπτει μόνο για κανέναν βουκολικό περίπατο στους γύρω λόφους με γκλίτσα στο χέρι και ο άλλος περιφέρεται σε πλάτη και μήκη του δυτικού ημισφαιρίου, πιστός και αφοσιωμένος στο προσφιλές άθλημα του «μπιζιμποντισμού». Και έμειναν κάποιοι απ’ τα πληρώματα άλλοτε να συνάπτουν παράταιρους ιδεολογικοπολιτικούς «υμεναίους» και άλλοτε να κοκορομαχούν είτε μεταξύ τους είτε με τους άλλους, τους δόκιμους, που με το φυλλάδιο στο χέρι βρίσκονται σε αναμονή για το μπάρκο, διατετραίνοντας τον υμένα της όποιας σοβαροφάνειας (για σοβαρότητα ούτε λόγος) τούς έχει απομείνει.

Εκεί που είναι όλοι σύμπλοες, είναι στη διατήρηση παροχών και προνομίων που οι ίδιοι επιδαψίλευσαν προς εαυτούς και αλλήλους. Κάθε φορά δε που μιλούν για το ναυάγιο, θυμίζουν τον κατηγορούμενο για βαρύ κακούργημα, που όταν (ύστερα από τις συντριπτικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας) κλήθηκε να απολογηθεί είπε το αμίμητο: «Κύριε πρόεδρε, σας ορκίζομαι πως είμαι αθώος και υπόσχομαι να μην το ξανακάνω».

Είναι και κάποιοι αμφιλεγόμενοι που από τη μια με πολλή σεμνοτυφία υποδύονται ρόλους θύσιμων και αφιερωμένων (με έννοια θρησκευτική) σε στυλ «Επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» και από την άλλη σύμπλεκτοι και συμπεφυρμένοι επιδίδονται σε αήθειες, έως και «μεθημερινούς γάμους».

Ευχαριστώ για την καλοσύνη σας, Νίκος Δετοράκης,

Θεσσαλονίκη

Αγαπητέ Νίκο,

Σαν να είναι αυτό το καθολικό πατατράκ που ζούμε τα πέντε τελευταία χρόνια ένα τοπίο και εμείς καθόμαστε όλοι γύρω τριγύρω με τα καβαλέτα μας και το ζωγραφίζουμε. Ο πίνακας αλλάζει ανάλογα με το καλλιτεχνικό ρεύμα στο οποίο ανήκει ο καθένας από εμάς. Διότι αλλιώς είναι του ιμπρεσιονισμού, αλλιώς του εξπρεσιονισμού, αλλιώς του κυβισμού κι αλλιώς του ντανταϊσμού. Περί ρεαλισμού, άσ’ τα να πάνε, όπου πάνε. Γιατί αλλού τα πάει ο φωτογραφικός και αλλού ο μαγικός και θα μπερδέψουμε στο τέλος πινέλα και παλέτες.

Εσένα τώρα, Νίκο μου, σε βλέπω να στέκεσαι αγέρωχος και γλαφυρός εκεί όπου το φλούξους συναντά τη ναυτοσύνη. …Δεν είναι όμως αυτό το θέμα. Είναι το ότι όσο και αν αλλάζουν οι πίνακες, το τοπίο μένει ασφυκτικά το ίδιο!

Τα φθαρτά και τ’ άφθαρτα

Αγαπητή Φοίβη,

Η γιατρός Μητροδώρα ή Μητροδώρα Κλεοπάτρα, που έζησε τον 4ο αι. μ.Χ., στο έργο της «Περί των γυναικείων παθών της μήτρας», προσφέρει συνταγές συσκευασμάτων για τις «φθαρθείσες» γυναίκες, δηλαδή αυτές που έχουν υποστεί ρήξη του παρθενικού υμένα, ώστε να ξαναφαίνονται παρθένες. Μήπως μπορεί αυτό να μεταφερθεί στη σύγχρονη πολιτική ζωή του τόπου, όπου πολλοί, επί χρόνια, βουλευτές και υπουργοί, αλλάζουν κομματική στέγη, μεταπηδώντας, δήθεν, σε «νέους» κομματικούς σχηματισμούς, ελπίζοντας να φανούν «άφθαρτες» γυναίκες; (Ελπίζω η σύγκριση να μη θεωρηθεί χυδαία).

Φιλικά,

Χρήστος Τσαχπίνης – Καβαλιώτης

Αγαπητέ Τσαχπίνη – Καβαλιώτη,

Η αναφορά σε ιστορικά στοιχεία δεν μπορεί να είναι χυδαία –εξάλλου ποτέ δεν υπήρξατε τέτοιος. Εχω να σας πω όμως ότι ο σοφός μας λαός δεν χρειάζεται να ανατρέξει στη Μητροδώρα και τα πάθη της μήτρας. Εχει συμπυκνώσει τη λαϊκή του σοφία στην παροιμία: «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του». Θέλω να πω ότι το φθαρτό δεν γίνεται άφθαρτο αλλάζοντας μόνο την ταμπελίτσα. Πρέπει να αλλάξει και η ημερομηνία παραγωγής και αυτή δεν παραχαράσσεται…