Μια φίλη του Μιχάλη Γκανά διάβασε µια µέρα ένα ποίηµα στον Φίλιππο Βλάχο, των εκδόσεων Κείµενα. Εκείνος είπε: «Ποιανού είναι αυτό; Ωραίο είναι». «Αυτουνού», απάντησε η φίλη του Γκανά, δείχνοντάς τον. Κάπως έτσι ξεκίνησε η εκδοτική ιστορία της ποίησής του. Μια εκδοτική ιστορία που συµπληρώνει εφέτος 35 χρόνια ζωής και συγκεντρώνεται σε έναν κοµψό τόµο 270 σελίδων που κυκλοφόρησε µόλις από τις εκδόσεις Μελάνι.

Ο Φίλιππος Βλάχος ήταν, λοιπόν, ο άνθρωπος που σύστησε τον Γκανά στο κοινό της ποίησης. Παιδί της επαρχίας, της βαθιάς Ελλάδας –γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας –ο Μιχάλης Γκανάς κατέβηκε στην Αθήνα χωρίς να ξέρει κανέναν και γράφτηκε στη Νομική που δεν την τελείωσε ποτέ. Το 1972 έπιασε δουλειά –πού αλλού; –σε έναν ηπειρώτη βιβλιοπώλη, τον Λάζο της Δωδώνης, το 1973, Νοέμβριο, δώδεκα ημέρες πριν από το Πολυτεχνείο, έστησε δικό του βιβλιοπωλείο, το Δέντρο, μαζί με την –από τότε –σύντροφό του Πόπη, στη Χαριλάου Τρικούπη 13.

Με τα επιχειρηματικά δεν τα πήγαινε καλά, το βιβλιοπωλείο έκλεισε, αλλά ευτυχώς υπήρχε πάντα ο Λάζος που τον πήρε με χαρά πίσω στη Δωδώνη, το 1976. Αυτή η σχέση του με τα βιβλιοπωλεία ήταν το μοναδικό του διαβατήριο για τον κόσμο του βιβλίου, ο δίαυλος των πρώτων γνωριμιών του.

Ο Βλάχος τον ήξερε ως καταρτισμένο βιβλιοπώλη και αναγνώστη ποίησης, τον έμαθε και ως ποιητή. Στα Κείμενα, Μαυρομιχάλη 8, σύχναζαν τότε ποιητές όπως ο Κακναβάτος, ο Δάλλας, ο Γεωργουσόπουλος (είχε βγάλει ως Κώστας Μύρης το «Αμήχανον τέχνημα»), ο Μπράβος, ο Γιώργος Κακουλίδης. Ηδη από τα χρόνια της δικτατορίας είχε βγάλει τη συζητημένη «Λευκή σειρά» του, με Κακναβάτο, Δάλλα, αλλά και το «Κατά Σαδδουκαίων» του Μιχάλη Κατσαρού.

Τη δική του πρώτη συλλογή, τον «Ακάθιστο Δείπνο», του την έβγαλε το 1978. Ο Γκανάς ήταν ήδη 34 ετών –σήμερα είναι 69 -, καθυστερημένο ξεκίνημα για μια γενιά που, όπως λέει σήμερα ο ίδιος, είχε εκδηλωθεί νωρίς και θορυβωδώς. Ο λόγος για τη γενιά του ’70, τη μόνη μετά την περίφημη του ’30 που διαθέτει σαφή ημερομηνία αναφοράς, χαραγμένη στις συνειδήσεις. Είχε βγει τότε, θυμάται, μία συλλογή που είχε ποιήματα του Βασίλη Στεριάδη, του Κοντού, της Ρουκ, της Νανάς Ησαΐα, του Πούλιου, με πρόλογο του Κίμωνα Φράιερ.

Ο Γκανάς μάς λέει τι κατά τη γνώμη του συνέβαινε τότε στην ποίηση: «Η πρώτη μεταπολεμική γενιά είχε τσαλαπατηθεί από τη γενιά του ’30. Μου είχε πει ο Παπαδίτσας ότι όταν αυτός και ο Κακναβάτος τύπωσαν, χωρίς να κυκλοφορήσουν, ποιήματά τους και τα έστειλαν στον Σεφέρη και πολλούς άλλους αυτής της ποιητικής γενιάς, κανείς δεν τους απάντησε, με εξαίρεση τον Εμπειρίκο. Ακόμη και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, που είχε επίσης σημαντικούς ποιητές –Δημουλά, Λεοντάρη, Μέσκο -, στην αρχή πέρασε στο ντούκου. Ποιητές, λοιπόν, όπως ο Σινόπουλος και ο Αναγνωστάκης έσπευσαν να βοηθήσουν τους νεαρούς της γενιάς του ’70. Το έκαναν αφενός γιατί οι ίδιοι είχαν υποφέρει από τους παλαιότερους αλλά και γιατί έτσι έφτιαχναν επιτέλους δικό τους κύκλο ποιητών. Κάπως έτσι φτιάχτηκαν από τον Σινόπουλο, τον Φράιερ και άλλους κάποιες ποιητικές παρέες. Ακούστηκαν μάλιστα πολλά πομπώδη τότε για τη γενιά του ’70, που της προσέδιδαν μεγαλύτερη αξία από αυτήν που πραγματικά είχε».