Τα τελευταία χρόνια ο λαϊκισμός και ο βίαιος λόγος διαμαρτυρίας είχαν οδηγήσει τον πολιτικό διάλογο στα άκρα. Η αρχή έγινε με το «μνημονιακό – αντιμνημονιακό» δίπολο και τη συσχέτισή του με την παραμονή ή όχι της χώρας μας στην ευρωζώνη. Ακολούθησε γεωμετρική πρόοδος ισοπέδωσης και ανηλεούς προπαγάνδας, ένθεν κακείθεν. Οι ψύχραιμες τοποθετήσεις αντικαταστάθηκαν από τη δημαγωγική υπεραπλούστευση και την καταγγελία ως κυρίαρχη μορφή αντιπολίτευσης. Η ένταση και η διάρκεια της κρίσης, η πολιτική ένδεια των επιχειρημάτων και η έλλειψη οράματος οδήγησαν τον διάλογο στο παρελθόν του εθνικού διχασμού. Εκεί θεώρησαν ορισμένα πολιτικά κόμματα ότι αντλούν ασφαλείς αναφορές συσπείρωσης βασιζόμενα στην αγανάκτηση των πολιτών.

Εχουν ωστόσο δίκιο και δικαίωμα οι πολίτες να οργίζονται, όχι μόνο για τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσής τους αλλά και γιατί διαψεύστηκαν πολλές προσδοκίες τους από τη Μεταπολίτευση. Η διοίκηση παρέμεινε γραφειοκρατική, ενώ βασίλεψαν η ατιμωρησία και οι πελατειακές σχέσεις. Τα ΜΜΕ ανέπτυξαν περαιτέρω σχέσεις αλληλεξάρτησης με την εξουσία. Η πολιτική διαφθορά ευνοήθηκε. Οι πολίτες εξακολούθησαν να χάνουν κάθε εμπιστοσύνη στο κράτος και στο πολιτικό σύστημα.

Ομως την ίδια περίοδο είχε επιτευχθεί μαζί με τον εκδημοκρατισμό και η ιστορικά απαιτούμενη κοινωνική μετεξέλιξη. Ενισχύθηκαν η κοινωνική ισότητα και η ισότητα των δύο φύλων. Γεφυρώθηκε το χάσμα του εθνικού διχασμού. Μπήκαν τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους με το ΕΣΥ, της αξιοκρατίας με το ΑΣΕΠ, της ανοικτής διακυβέρνησης με τα ΚΕΠ. Ενταχθήκαμε στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ξεπεράσαμε με ιστορική αυταπάρνηση και εθνική ομοψυχία τα εμφυλιακά κατάλοιπα.

Ουδείς συνειδητοποίησε ότι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε σήμερα να διαφωνούμε είναι η Δημοκρατία. Οταν στον δημόσιο διάλογο εμφανίστηκαν οι όροι «προδότες» και «πατριώτες», ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Η ανασφάλεια της κρίσης μεταφράστηκε σε τυφλό εθνοκεντρισμό συνωμοσιολογίας, λαϊκισμού και μίσους. Η Χρυσή Αυγή αναδείχθηκε ως τιμητής των πάντων και ιδίως του κοινοβουλευτισμού. Ο μανδύας του «πολιτικού κόμματος» δεν μπόρεσε να κρύψει τον μισαλλόδοξο εξτρεμισμό και τον «ακτιβισμό» του κοινού ποινικού δικαίου.

Αποτέλεσμα ήταν η Βουλή να μετατραπεί σε Κολοσσαίο. Στην αρένα βρέθηκε η ίδια η Δημοκρατία.

Παρ’ όλα αυτά, ο πολιτικός διάλογος συνέχισε στη λογική της πόλωσης. Από τη μια η παραπλανητική θεωρία των δύο άκρων, από την άλλη η επιλεκτική ανοχή της βίας. Κυριάρχησαν λογικές διπολισμού για βραχύβια μικροκομματικά οφέλη.

Αφήναμε εν τω μεταξύ να απλώσει τα πλοκάμια του το ναζιστικό τέρας από τη Ραφήνα και το Μεσολόγγι, στον Μελιγαλά και το Πέραμα σχεδόν ανενόχλητο. Τι κι αν ορισμένοι επιμέναμε για τη συσπείρωση των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου; Προείχε η συσπείρωση των οπαδών του δίπολου ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Επρεπε να δολοφονηθεί ο Παύλος Φύσσας για να ξυπνήσουμε!

Σήμερα όμως, δεν υπάρχει πια το «δεν ήξερα». Απαιτείται ο ελάχιστος παρονομαστής συνεννόησης και η δράση όλων κατά το μέτρο της ευθύνης μας. Η ραγδαία εξέλιξη της υπόθεσης για τον χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης από τη Δικαιοσύνη αποδεικνύει ότι μπορούμε. Είναι η ώρα να γυρίσουμε σελίδα και να μετατρέψουμε την κρίση από κίνδυνο σε ευκαιρία για τη χώρα.

Απαιτείται συστηματική προσπάθεια για το ξερίζωμα του φασισμού από την κοινωνία με συνολική δέσμη μέτρων πολιτικής, προληπτικών και κατασταλτικών, σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής: από την εκπαίδευση και τη διοίκηση έως τα σώματα ασφαλείας και την εθνική άμυνα. Και κυρίως χρειαζόμαστε πολιτικές και θεσμικές αλλαγές όχι μόνο της εκλογικής νομοθεσίας αλλά κυρίως της κοινοβουλευτικής λειτουργίας και των ορίων της εκτελεστικής εξουσίας. Η παρούσα Βουλή πρέπει να εξαντλήσει τα όρια της συνταγματικής αναθεώρησης.

Τώρα είναι η ώρα να συμπράξουμε όσοι πιστεύουμε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οφείλουμε με εθνική συνεννόηση να ανοικοδομήσουμε εκ βάθρων το πολιτικό μας σύστημα με διάλογο ουσίας και αντιπαράθεση επιχειρημάτων αντί ύβρεων. Οσοι ενστερνιζόμαστε τις αξιακές αρχές που έθεσε ο ανθρωπισμός και πάνω τους δομήθηκε ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Με τα λάθη του και τις ατέλειές του.

Αυτές επιχειρεί να διορθώσει η ιστορική εμπειρία.

Εμείς ας ορίσουμε την εθνική μας αφήγηση.

Ας είναι αυτή η δημοκρατική συνεννόηση η ευκαιρία για μια ευρύτερη πολιτική σύγκλιση στα μείζονα ζητήματα της χώρας. Αν χαθεί αυτή η ευκαιρία, φοβάμαι πως οι επίγονοι του Χίτλερ δε θα μας δώσουν άλλη.

Η Εύη Χριστοφιλοπούλου είναι υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, βουλευτής Αττικής του ΠΑΣΟΚ