«Μετακόμισε» από τη Γένοβα, στη Φλωρεντία. Κυκλοφόρησε με δύο σκηνοθετικές υπογραφές. Ο δημιουργός της πέθανε πριν προλάβει να δει το αποτέλεσμα. Και όμως η ταινία που γεννήθηκε στο μυαλό του Πιέτρο Τζέρμι και υλοποιήθηκε από τον Μάριο Μονιτσέλι κατάφερε να μείνει στην Ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της εποχής

Λίγοι ιταλοί κινηματογραφιστές γνώρισαν τη δόξα του Πιέτρο Τζέρμι –παρότι σήμερα ελάχιστοι κινηματογραφόφιλοι τον θυμούνται. Ωστόσο, ο Τζέρμι ήταν ένας από τους λίγους κινηματογραφιστές στον οποίο έχει απονεμηθεί Οσκαρ καλύτερης ταινίας («Διαζύγιο α λα ιταλικά» – 1961), Χρυσός Φοίνικας και Χρυσή Σφαίρα («Κυρίες και κύριοι» – 1966). Οι έλληνες θεατές εκείνα τα χρόνια γέμιζαν ασφυκτικά τις αίθουσες για να απολαύσουν τις κωμωδίες του (τεράστιο σουξέ του ήταν και το «Ατιμασμένη και εγκαταλελειμμένη», το 1964).

Το μεγάλο έργο της ζωής του Τζέρμι έμελλε να είναι «Οι εντιμότατοι φίλοι μου», με έναν τρόπο όμως που ούτε ο ίδιος θα φανταζόταν. Το 1973, αρχίζοντας από δικές του αναμνήσεις, ο Τζέρμι είχε συντάξει ένα ξεκαρδιστικό όσο και τραγικό σενάριο για μια παρέα πενηντάρηδων που διασκέδαζαν με τα πάντα, στήνοντας διαρκώς χοντρές πλάκες για τους όποιους ανύποπτους και χλευάζοντας, ουσιαστικά, τον ίδιο τον θάνατο. Οι ηθοποιοί είχαν επιλεχθεί, το ίδιο και οι χώροι, τα γυρίσματα ήταν έτοιμα να αρχίσουν. Ελα όμως που ο… θάνατος είχε διαφορετική γνώμη. Ξαφνικά ο Τζέρμι βρίσκεται κατάκοιτος με ηπατίτιδα. Οι παραγωγοί αγωνιούν, παρέα με τις ασφαλιστικές εταιρείες. Και κάπου εδώ μπαίνει στην εξίσωση ο Μάριο Μονιτσέλι.
Ο Μάριο Μονιτσέλι γεννήθηκε στη Ρώμη το 1915 και πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια στην Πίζα, όπου σπούδασε Ιστορία και Φιλοσοφία. Κάπου εκεί θα αρχίσει να ξεκλέβει χρόνο από τις σπουδαστικά υποχρεώσεις του, γράφοντας για το σινεμά στο φοιτητικό περιοδικό «Camminare». Σύντομα πέρασε πίσω από τη μικρή, 16 χιλιοστών κάμερά του, γυρνώντας το μικρού μήκους «Il Cuore Rivelatore» και λίγο αργότερα την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «I Ragazzi Della Via Pal», βασισμένος σε μυθιστόρημα του Μολνάρ. Δυστυχώς, αυτά τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του στον κινηματογράφο είναι πλέον εξαιρετικά δυσεύρετα καθώς οι κόπιες τους έχουν αποσυρθεί και έχουν καταστραφεί.
Ο Μονιτσέλι είναι όμως ο άνθρωπος που τοποθετεί τον θάνατο μέσα στη κωμωδία, τη λεγόμενη «πικρή» ιταλική κωμωδία. Και η συμμορία της πλάκας στο αριστουργηματικό «Ο κλέψας του κλέψαντος» του 1950 (την οποία ούτε η Αστυνομία δεν παίρνει στα σοβαρά!) γίνεται ο καθρέφτης ολόκληρης της Ιταλίας, που δεν έχει συνέλθει ακόμη από τον πόλεμο –εκεί δηλαδή όπου η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων εξαναγκάζει τον πολίτη σε μια συνεχή πάλη με τη ζωή.
Τα επόμενα χρόνια, ο Μονιτσέλι θα γυρίσει το «Grande Guerra», δραματική αντιπολεμική κωμωδία που καταπιάνεται με ακόμη ένα καυτό εκείνα τα χρόνια θέμα. Για πρώτη φορά μετά το «Shoulder Arms» του Τσάρλι Τσάπλιν, η μεγάλη σφαγή του 1914-18 χρησιμοποιείται ως ντεκόρ μιας κωμωδίας, κάτι που μάλλον εμπόδισε τότε το κοινό να την εκτιμήσει σωστά. Ο Μονιτσέλι πάντως υπηρετεί εδώ τον ανθρωπισμό δύο ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια περιπέτεια που τους ξεπερνά και τους συντρίβει. Τα γέλια παγώνουν, οι ήρωες πεθαίνουν και το κοινό μένει άναυδο.
Ο Μονιτσέλι ήταν ο μόνος σκηνοθέτης που ο Τζέρμι εμπιστευόταν και ο τελευταίος καλεί μια νύχτα τον πρώτο στο νοσοκομείο υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. «Μάριο», του λέει, «αυτή η ταινία πρέπει να γίνει. Ο θάνατος δεν πρέπει να μας εμποδίσει». Ο Μονιτσέλι διαβάζει στα γρήγορα το σενάριο που διαδραματίζεται στη γενέτειρα του Τζέρμι, στη Γένοβα. «Πιέτρο», του αποκρίνεται, «το σενάριο πρέπει να αλλάξει λίγο. Δεν έχω καμιά σύνδεση με τον τόπο σου, τα γυρίσματα πρέπει να γίνουν στη Φλωρεντία». Ο Τζέρμι συναινεί όταν ο Μάριο τον διαβεβαιώνει πως η Φλωρεντία του δεν θα κουβαλά τίποτα το ωραιοποιημένο (και, στ’ αλήθεια, η Φλωρεντία του «Amicei Miei» είναι η πιο μουντή που έχει κινηματογραφηθεί ποτέ). Στη συνέχεια, ο Μονιτσέλι ζητά να φύγει ο Μαστρογιάνι από το καστ και να μπει στη θέση του ο Ούγκο Τονιάτσι. Και έτσι, οι δύο σκηνοθέτες σφίγγουν τα χέρια: η ταινία «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» είναι έτοιμη να γυριστεί.
Χωρίς βασικό σεναριακό ιστό, λοιπόν, ο Μονιτσέλι παραθέτει τις άγριες πλάκες μιας παρέας που μεγάλωσε και μυαλό δεν έβαλε. Η τρελοπαρέα του «Amici Miei» βγάζει θριαμβευτικά τη γλώσσα σε μια νεκροζώντανη κοινωνία που δεν αντιδρά σε κανένα ερέθισμα. Ο Περότζι, με τον θάνατο του οποίου κλείνει και η ταινία, ζει με ένα μονόχνοτο παιδί που δεν έχει αίσθηση του χιούμορ και φυσικά δεν εγκρίνει τις καζούρες του πατέρα του, ενώ η εξίσου μονόχνοτη σύζυγός του, την οποία βλέπουμε λίγο πριν από το φινάλε, απλώς τον απεχθάνεται. Και αυτοί οι «ανώριμοι» φίλοι, κωμικά και τραγικά πρόσωπα μαζί, γελούν κοροϊδευτικά απέναντι στον Χάροντα, μέχρι τέλους. Και τι καστ! Ούγκο Τονιάτσι, η «δικιά» μας Ολγα Καρλάτου (που εκείνα τα χρόνια έκανε θραύση στο ευρωπαϊκό σινεμά), ο «Δρ Νο» Αντόλφο Τσέλι, οι Φιλίπ Νουαρέ και Μπερτράν Μπλιε (το φιλμ ήταν γαλλοϊταλική συμπαραγωγή) και ο Γκαστόν Μοσκίν (ο αρχιμαφιόζος που εκτελεί ο Ντε Νίρο στον δεύτερο «Νονό») συνθέτουν μια εκπληκτική ομάδα, ικανή να παίξει στα δάχτυλα τον συνδυασμό δράματος και φάρσας που επιτάσσει το σενάριο.

Τα υπόλοιπα έχουν αποκτήσει μυθικές διαστάσεις: ο Τζέρμι, ικανοποιημένος, «φεύγει» την πρώτη εβδομάδα των γυρισμάτων. Και στους τίτλους της αρχής διαβάζουμε: «Un film di Pietro Germi» –μόνο στο τέλος αναφέρεται πως τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Μονιτσέλι. Η εμπορική επιτυχία της ταινίας κυριολεκτικά δεν έχει προηγούμενο. Μέσα σε ένα χρόνο έχει κάνει τον γύρο του κόσμου, έχει συγκεντρώσει τις καλύτερες κριτικές και σπάζει τα απανταχού ταμεία. Ουρές στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα. Το φιλμ γίνεται θεσμός. Τα αστεία του, σημείο αναφοράς. Τέτοιο ήταν το σουξέ που το 1981 ο Μονιτσέλι θα γυρίσει μια συνέχεια, το απλά τιτλοφορούμενο «Οι εντιμότατοι φίλοι μου Νο 2» που κινείται στο ίδιο μοτίβο (περιέχει μάλιστα σκηνές με τον χαρακτήρα του Περότζι που ερμήνευσε και στα δύο φιλμ με χάρη ο Φιλίπ Νουαρέ), διαθέτει μερικά εκπληκτικά γκαγκς (η εναρκτήρια σεκάνς στο νεκροταφείο είναι μια από τις πιο αστείες του είδους) και μερικές ακόμη καλύτερες ατάκες («Είσαι έξυπνος σαν ελάφι!», «Μα η αλεπού είναι το έξυπνο ζώο», «Ναι, αλλά η αλεπού δεν έχει κέρατα!»). Το δε φινάλε, εξίσου γλυκόπικρο. Θα ακολουθούσαν άλλο ένα σίκουελ, αυτή τη φορά σκηνοθετημένο από τον κατώτερο Νάνι Λόι, και ένα άθλιο ριμέικ το 2011 που θα γνώριζε, ευτυχώς, εμπορική πανωλεθρία –αλλά αυτά δεν μας αφορούν τώρα.

Ο Πιέτρο Τζέρμι είχε νικήσει.