Aναρωτιέται κανείς κατά πόσο μπορεί ένας τόπος να είναι τα παιδικά χρόνια ενός σπουδαίου συγγραφέα. Μπορεί, και μάλιστα πολύ ζωντανά, όταν τα παιδικά αυτά χρόνια –με κάποιες μικρές αλλαγές –θα τα αναγνώριζε ο καθένας που μεγάλωσε στον τόπο αυτό ως δικά του. Είναι η περίπτωση της Αλκης Ζέη και της Σάμου. Δεν είναι μόνο γιατί η Σάμος τής έχει εμπνεύσει το πασίγνωστο βιβλίο της «Το καπλάνι της βιτρίνας». Αλλά γιατί αναπολεί το νησί «της» κυρίως για την καθημερινότητά του. Μια «καθημερινότητα» που μπορεί να μην αναφέρεται στη Σάμο, όταν ενώθηκε με την Ελλάδα το 1913, ή στη Σάμο όταν ο Γιάννης Ρίτσος περνούσε σε κατ’ οίκον περιορισμό μεγάλο διάστημα της δικτατορίας, γράφοντας κάποια εξαίσια ποιήματά του. Ή ακόμη στη Σάμο την εποχή που ο Ελευθέριος Βενιζέλος σήκωνε στην αγκαλιά του το νήπιο που ήταν η Αλκη Ζέη. Αλλά είτε πρόκειται για το Σύμπαν είτε για τη Σάμο, εξ όνυχος τον λέοντα. Ας ακούσουμε λοιπόν την Αλκη Ζέη να μας αφηγείται το αριστουργηματικό της «νύχι», που έγραψε ειδικά για τη στήλη αυτή.

«Η Σάμος είναι για μένα τα αξέχαστα παιδικά χρόνια που πέρασα εκεί με τον παππού μου. Τώρα, μόλις πατήσω το πόδι μου στο νησί, θαρρώ πως είμαι εκείνο το αδύνατο κοριτσάκι που έψαχνε στα βραχάκια για καβούρια. Πριν από λίγα χρόνια, μόλις πήγαινα εκεί, έβρισκα τον λαογράφο Νικόλαο Δημητρίου που ήταν μαθητής του παππού μου. Ο παππούς ήταν διευθυντής και καθηγητής των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο της Σάμου. Μου διηγόταν πολλά που δεν ήξερα για εκείνον. Δεν γνώριζα πώς ήταν σαν δάσκαλος και μου μιλούσε τόσο γλαφυρά ώστε γνώριζα έναν παππού που δεν ήξερα. Τώρα που «έφυγε» ο Νικόλαος Δημητρίου, περίπου στα εκατό του χρόνια, δεν έχω λόγο να ξαναπάω στο Πυθαγόρειο.

Πηγαίνω όμως στους Μυτιληνιούς, στο παλαιοντολογικό μουσείο, γιατί εκεί μέσα «ζει» «Το καπλάνι της βιτρίνας». Ναι, αυτό το ίδιο καπλάνι που ήταν μέσα στη βιτρίνα, στο σαλόνι του παππού μου. Στέκομαι και το χαζεύω και νομίζω πάλι πως γίνομαι εκείνο το αδύνατο κοριτσάκι που «μιλούσε» με το καπλάνι και του έλεγε όσα δεν τολμούσε να πει στους μεγάλους, ακόμη και πως ήθελε να γίνει συγγραφέας.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ. Την τελευταία φορά, πριν από δυο χρόνια, που πήγα στη Σάμο, πήρα μια τόσο μεγάλη χαρά που νομίζω πως από δω και πέρα θα την έχω για πάντα. Ημουνα στο Βαθύ –που τώρα λέγεται Σάμος –και πέρασα να δω απέξω το σπίτι του παππού. Το είχαμε κληρονομήσει η αδελφή μου κι εγώ, σε δύσκολες όμως ώρες το πουλήσαμε. Ηταν ολόιδιο όπως το θυμόμουνα από παιδί. Με το κλειστό με τζάμια μπαλκόνι, τα «σμυρναίικα» όπως λέγανε αυτού του είδους τα μπαλκόνια. Κοίταζα, κοίταζα, λες και περίμενα να φανεί στην πόρτα το αδύνατο κοριτσάκι. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε στο κατώφλι μια γυναίκα με χαμογελαστό πρόσωπο.

–Ζητάτε τίποτα; με ρώτησε.

–Οχι, είπα, κοιτάζω το σπίτι. Ηταν του παππού μου.

Εκανε χαρές σαν να έβλεπε τον πιο στενό συγγενή της.

–Περάστε επάνω. Τις προάλλες ήρθε κι ο ανιψιός σας και του έδειξα το σπίτι. Κι εσείς θα είστε βέβαια… τώρα το βλέπω, η Αλκη Ζέη.

Την λένε Κυράννα, με κρατάει σφιχτά από το χέρι κι ανεβαίνουμε τη σκάλα. Παλιά απάνω ήταν μόνο οι κρεβατοκάμαρες κι ένα πολύ μεγάλο χολ. Τώρα το χολ έχει γίνει καθιστικό και το ένα δωμάτιο κουζίνα. Το μπαλκονάκι όμως ολόιδιο. Πόσες ώρες περνούσαμε εκεί με την αδελφή μου, βλέποντας τις χειμωνιάτικες ημέρες τα κύματα που σκάγανε στους βράχους. Οταν όμως ζήτησα να πάω στο μπάνιο, έβαλα τα κλάματα. Η ίδια ξύλινη γκρι πόρτα που άνοιγε με το ίδιο όπως τότε μανταλάκι! «Την αφήσαμε έτσι όπως ήταν», λέει η Κυράννα, «να θυμίζει κάτι από το παλιό σπίτι».

Αφού με κέρασε κι ετοιμάστηκα να φύγω, μου είπε: «Δεν έχεις να πας πουθενά. Θα μείνεις στο σπίτι του παππού σου». Περίμενε να γυρίσει ο άντρας της για να πάει να μου φέρει τη βαλίτσα από το ξενοδοχείο.

Κοιμήθηκα το βράδυ στο δωμάτιο όπου γεννήθηκε η αδελφή μου. Μένοντας όμως λίγες ημέρες εκεί, ανακάλυψα πόσο σπουδαίος άνθρωπος είναι η Κυράννα. Μου είπε πως πήγε στο σχολείο της δεύτερης ευκαιρίας και πήρε φέτος το απολυτήριο του Λυκείου με άριστα. Ηθελε να τελειώσει γιατί σε λίγο θα αποκτούσε και δεύτερο εγγόνι και δεν θα της έμενε χρόνος για σπουδές.

–Δεν μπορεί να έχω κάνει, λέει, δυο αγόρια επιστήμονες κι εγώ να έμενα με το απολυτήριο του Δημοτικού.

Να ‘σαι καλά, Κυραννούλα, για τη χαρά που μου έδωσες και για το μανταλάκι που κράτησες».