Καθώς σε λίγες ημέρες Ευρώπη και Ελλάδα επανέρχονται σε πλήρη λειτουργία μετά τη θερινή διακοπή, το «ελληνικό ζήτημα» (που τείνει, δυστυχώς, να προσλάβει τις διαχρονικές διαστάσεις του ανατολικού ζητήματος) φαίνεται να επανέρχεται επίσης στην ατζέντα της ΕΕ. Τι θα γίνει με το δυσθεώρητο, παρά τα κουρέματα και τις περικοπές, χρέος, ώστε να καταστεί βιώσιμο και ικανό να εξυπηρετηθεί τελικώς από την Ελλάδα; Η θέση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) είναι γνωστή: το ελληνικό χρέος πρέπει να περικοπεί περισσότερο, κάτι ανάλογο φαίνεται να υποστηρίζουν και οι ΗΠΑ. Αλλωστε, οποιαδήποτε περικοπή δεν πρόκειται να πλήξει το ΔΝΤ ούτε τις ΗΠΑ –τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες κατέχουν το ελληνικό χρέος, θα πλήξει. Από την άλλη μεριά, και η σημερινή θέση της Γερμανίας –ελάχιστες εβδομάδες πριν από τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου –είναι επίσης γνωστή: καμιά νέα περικοπή δεν εξετάζεται (αν και ο κ. Σόιμπλε αναγνώρισε πρόσφατα ότι η Ελλάδα θα χρειασθεί τρίτο πακέτο στήριξης). Ποια είναι όμως τα πραγματικά δεδομένα στο ευρωπαϊκό πεδίο και πώς τελικά θα αντιμετωπισθεί το «ελληνικό ζήτημα»; Αυτό που πρώτα απ’ όλα πρέπει εμφατικά να επισημανθεί είναι ότι τα «πραγματικά δεδομένα» σήμερα στην Ευρώπη είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που επικρατούσαν δύο ή ακόμα και έναν χρόνο πριν. Ποια είναι τα δεδομένα αυτά;

1. Η ευρωζώνη έχει σταθεροποιηθεί (έστω κι αν δεν έχει βγει πλήρως από την κρίση), το θέμα της βιωσιμότητας του ευρώ, δηλαδή, φαίνεται να έχει κλείσει, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον (αν και πάντοτε υπάρχουν αντίθετες φωνές). Το ζητούμενο τώρα είναι πώς θα ολοκληρωθεί το σύστημα της ευρωζώνης με την οικοδόμηση της τραπεζικής, δημοσιονομικής, οικονομικής και τελικά της πολιτικής ένωσης. Πριν από ένα-δυο χρόνια το σενάριο διάλυσης της ευρωζώνης «έπαιζε» ως ρεαλιστική εκδοχή.

2. Μαζί με τη σταθεροποίηση και τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης έκλεισε και το θέμα της εξόδου/αποβολής της Ελλάδας από το σύστημα (το περίφημο Grexit), που πέρυσι ακόμα ήταν το σενάριο που εμφανιζόταν ως το πλέον ρεαλιστικό. Και έκλεισε το θέμα της ελληνικής εξόδου πρώτον γιατί η Ελλάδα έκανε ορισμένα βήματα προόδου προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά κυρίως γιατί οποιαδήποτε συζήτηση για έξοδο της Ελλάδας (ή οποιασδήποτε άλλης χώρας-μέλους) θα ξανάνοιγε το θέμα της σταθερότητας και βιωσιμότητας της ευρωζώνης. Αυτό ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία ούτε άλλη χώρα το επιθυμεί. Αντίθετα, «θα κάνουν οτιδήποτε» προκειμένου να διασφαλίσουν το κεκτημένο της «σταθερότητας/βιωσιμότητας» της ευρωζώνης και του ευρώ.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω δεδομένα για το «ελληνικό ζήτημα» και την Αθήνα; Πολύ απλά ότι, εάν η Ελλάδα δεν διαπράξει κάποιο σοβαρό λάθος, θα υπάρξει την κατάλληλη στιγμή απομείωση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο είτε με καθαρό κούρεμα είτε με άλλα ενδιάμεσα εναλλακτικά μέσα (και τέτοια υπάρχουν πολλά). Αυτό συνιστά σχεδόν βεβαιότητα, ανεξάρτητα από το τι λέγει προεκλογικά η κ. Μέρκελ. Η Ευρώπη θα επιλύσει το «ελληνικό ζήτημα», εφόσον βεβαίως η Ελλάδα παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στις μεταρρυθμιστικές επιλογές. Αυτή η νέα πραγματικότητα προσφέρει ορισμένα σημαντικά πρόσθετα διαπραγματευτικά περιθώρια στη χώρα μας, που μπορεί και πρέπει να τα αξιοποιήσει –πάντως, όχι παίζοντας το «αμερικανικό χαρτί», η σωτηρία δεν πρόκειται να έλθει από την Ουάσιγκτον, όσο σημαντική κι αν είναι η υποστήριξή της. Αυτός ο νέος λαϊκός μύθος που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, καλό είναι να διαλυθεί. Οπως ορθά έγραψε ο Γ. Λακόπουλος, «η μόνη ρεαλιστική πολιτική είναι η στενή συνεργασία με τους Ευρωπαίους για τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε παραγωγή πραγματικού πλούτου και αποπληρωμή του χρέους» («ΤΑ ΝΕΑ», 12/8/2013). Πολύ λιγότερο βέβαια η σωτηρία θα προέλθει από τη Ρωσία ή την Κίνα, χώρες με τις οποίες μεγάλη κατηγορία συμπολιτών πιστεύουν (σύμφωνα με δημοσκόπηση του «Βήματος») ότι συμφέρει την Ελλάδα να αναπτύξει στενότερες σχέσεις (σε σχέση λ.χ. με Γερμανία και Γαλλία).

Ασφαλώς, χρειάζεται να αναπτύξουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ και οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη. Αλλά η επίλυση του «ελληνικού ζητήματος» μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης…

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών