Η πρώτη δήλωση έγινε τηλεφωνικά. «Κάνατε την πλάκα σας, τώρα θέλουμε το υλικό πίσω», είπε ένας πράκτορας στον δημοσιογράφο. Ακολούθησαν συναντήσεις με διάφορους μυστήριους τύπους, σταλμένους από την κυβέρνηση. Και σε μία από αυτές, ένας άλλος πράκτορας ανακεφαλαίωσε ως εξής το μήνυμα που είχε αναλάβει να μεταφέρει: «Ο,τι γράψατε, γράψατε. Φτάνει τώρα».

Θα μπορούσε να είναι σκηνές από αστυνομικό μυθιστόρημα ή από ταινία κατασκοπείας, αλλά όχι, πρόκειται για πραγματικές συνομιλίες που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες ανάμεσα σε πράκτορες της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών GCHQ, που διευκρίνισαν ότι εκπροσωπούν τον Πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, και στον διευθυντή της «Γκάρντιαν» Αλαν Ράσμπριτζερ. Η κατάληξη όλων αυτών των συνομιλιών και των συναντήσεων ήταν σουρεαλιστική. Δύο πράκτορες παρέστησαν στην καταστροφή των επίμαχων σκληρών δίσκων της εφημερίδας, στο υπόγειο του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται. Μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει ο δημοσιογράφος ότι η πράξη αυτή δεν έχει νόημα, αντίγραφα των δίσκων φυλάσσονται σε άλλες εφημερίδες άλλων χωρών, στην ψηφιακή εποχή δεν μπορείς να καταστρέψεις μια πληροφορία με το σφυρί και το τσεκούρι. Τίποτα αυτοί. Ηθελαν να δουν μεταλλικά κομμάτια σκορπισμένα παντού, όπως οι ιεροεξεταστές ήθελαν να μυρίσουν αποκαΐδια επικίνδυνων βιβλίων.

Τι είναι πιο επικίνδυνο, η καταστολή ή η βλακεία; Και σε τι ακριβώς αποτέλεσμα οδηγεί ο συνδυασμός τους; Ο βραζιλιάνος Νταβίντ Μιράντα, σύντροφος του δημοσιογράφου της «Γκάρντιαν» που διαχειρίζεται τα αρχεία του Εντουαρντ Σνόουντεν, ένιωσε αυτόν τον συνδυασμό στο πετσί του, όταν τον κράτησαν για εννέα ώρες στο Χίθροου, του έκαναν τις πιο ανόητες ερωτήσεις, τον απείλησαν, για να του κατασχέσουν στο τέλος και το τηλέφωνό του και το λάπτοπ του. «Το επεισόδιο αυτό δείχνει ότι η απειλή κατά της δημοσιογραφίας είναι υπαρκτή», έγραψε ο διευθυντής της «Γκάρντιαν». Και όταν μιλάει για δημοσιογραφία δεν εννοεί το facebook ούτε τα μπλογκ, δεν εννοεί το twitter που έχει γίνει εσχάτως το παιχνιδάκι αλαζόνων υπουργών και επιπόλαιων διανοουμένων, αλλά τις παραδοσιακές εφημερίδες, τις «εφημερίδες του κατεστημένου», όπως τις λένε εκείνοι που προβλέπουν κάθε τόσο τον θάνατό τους. Δύο από αυτές, η «Γκάρντιαν» και η «Ουάσιγκτον Ποστ», ανέλαβαν να σηκώσουν το βάρος των αποκαλύψεων.

Οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις των μηνυμάτων μας και των αρχείων μας είναι διαφορετικού χαρακτήρα από τις διαρροές του Wikileaks. Αυτό που μάθαμε χάρη στον Σνόουντεν δεν είναι τόσο ότι παρακολουθείται η ιδιωτική μας ζωή –αυτό το υποπτευόμασταν –αλλά ότι αυτοί που την παρακολουθούν είναι ανεξέλεγκτοι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή θέλουμε να ελέγχονται όλοι όσοι ασκούν εξουσία, είτε η εξουσία αυτή είναι πρώτη είτε δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη, στη δήλωση του πράκτορα «ό,τι γράψατε, γράψατε. Φτάνει τώρα» απαντάμε μαζί με τους δημοσιογράφους της «Γκάρντιαν»: «Οχι, δεν φτάνει. Ποτέ δεν φτάνει».