Η επιθυμία της ήταν ξεκάθαρη και περιγραφόταν με σαφήνεια στη διαθήκη της: να περιέλθει το διαμέρισμά της στην κατοχή συγκεκριμένου ιδρύματος που κατονομάζεται εφόσον αυτό αναλάμβανε την περίθαλψη του γιου της ο οποίος είχε ειδικές ανάγκες ή, διαφορετικά, να μεταβιβαζόταν σε άλλο ίδρυμα ή ακόμη και φυσικό πρόσωπο αν δεχόταν να αναλάβει τη φροντίδα του. Ο σχετικός φάκελος βρισκόταν στη διάθεση του Γραφείου Εθνικών Κληροδοτημάτων, το οποίο καθυστέρησε 11 μήνες να ανακοινώσει το περιεχόμενο της δημόσιας διαθήκης της αποβιώσασας στο ίδρυμα που κατονομαζόταν για την αποδοχή ή μη του όρου σχετικά με την περίθαλψη του γιου. Οπως προέκυψε από ελέγχους του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, εκτός από την καθυστέρηση, το Γραφείο Εθνικών Κληροδοτημάτων παρέλειψε να προβεί σε ενέργειες ώστε να αναζητηθεί άλλο κατάλληλο για την περίθαλψη του γιου ίδρυμα, ιδίως από την ώρα που δεν ανταποκρίθηκε το πρώτο ίδρυμα που κατονομαζόταν στη διαθήκη.  «Η τύχη του κληρονόμου καθώς και της κληρονομιαίας περιουσίας κατά τον χρόνο σύνταξης της έκθεσης επιθεώρησης ελέγχου (Απρίλιος 2009) αγνοείται, αφού το διαμέρισμα της κληρονομιάς νέμεται τρίτο πρόσωπο», επισήμαναν οι ελεγκτές.

Ωστόσο, αναγνωρίζονταν και ελαφρυντικά για τις καθυστερήσεις στην εν λόγω υπηρεσία, όπως το γεγονός ότι στο νεοσυσταθέν Γραφείο μεταφέρθηκε όγκος 6.000 υποθέσεων, η μεταφορά των οποίων πραγματοποιούνταν κατά διαστήματα. Ενας ακόμη ελαφρυντικός παράγοντας ήταν η «έλλειψη ηλεκτρονικών συστημάτων οργάνωσης, καταγραφής, ταξινόμησης και αρχειοθέτησης» των φακέλων. Ετσι, το συμβούλιο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ευθύνες για τους υπαλλήλους και εξέδωσαν απαλλακτική απόφαση για πειθαρχικά παραπτώματα σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση.