Πριν από χρόνια, σε μια εκπομπή του BBC, είχε τεθεί το κάπως ανίερο ερώτημα: «Ποιος έχει προσφέρει περισσότερα στην ανθρωπότητα, στην προαγωγή της ανθρώπινης ευτυχίας, ο Μαρξ ή ο Μπετόβεν;». Το πάνελ των συζητητών διχάστηκε. Ορισμένοι, ομολογουμένως οι περισσότεροι, απάντησαν ο Μπετόβεν, άλλοι ο Μαρξ. Ορισμένοι θεώρησαν ότι ο Μπετόβεν συνέβαλε στην αισθητική τέρψη μιας περιορισμένης κοινωνικής ομάδας, μιας ελίτ. Αλλοι υποστήριξαν ότι ο Μαρξ όχι μόνο δεν συνέβαλε στην προαγωγή της ανθρώπινης ευτυχίας αλλά, αντιθέτως, με την πολιτική χρήση των απόψεών του δημιουργήθηκε το ιδεολογικό υπόβαθρο που συνέβαλε στην ανάδειξη ενός ολοκληρωτισμού ο οποίος επισώρευσε δεινά και κόστισε πολλές ζωές. Ανεξάρτητα από τις απαντήσεις, το ερώτημα καθαυτό έθεσε το διαχρονικό ζήτημα της σχέσης πολιτικής και τέχνης.

Σε πρόσφατο άρθρο του στην εφημερίδα «Γκάρντιαν» ο Mάρτιν Κετλ αναφέρεται στο ίδιο θέμα –τη σχέση των πολιτικών με την τέχνη –με αφορμή την παρουσία της Καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ στην έναρξη του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ με έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, εφέτος που εορτάζονται τα 200 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου ρομαντικού συνθέτη (2/8/2013). Ο συγγραφέας παραθέτει μια ενδιαφέρουσα πτυχή από τις μουσικές προτιμήσεις του Λένιν. Ο Λένιν, λέει, αγαπούσε υπερβολικά την περίφημη «Απασιονάτα», τη σονάτα για πιάνο του Μπετόβεν. «Θα μπορούσα να την ακούω κάθε μέρα», είχε πει, σύμφωνα με τον Μαξίμ Γκόρκι. «Με κάνει υπερήφανο να σκέπτομαι, ίσως με κάποια παιδική αφέλεια, ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δημιουργούν τέτοια θαυμαστά έργα». Ταυτόχρονα, γράφει ο Kετλ, ο Λένιν δυσανασχετούσε ο ίδιος ακριβώς επειδή αγαπούσε τόσο πολύ το έργο αυτό του Μπετόβεν! Ο λόγος; Ο Λένιν πίστευε ότι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι η πολιτική, πιο σημαντική και από την τέχνη. Η πολιτική, ασφαλώς, είναι σημαντική και, επιπλέον, οτιδήποτε στην ανθρώπινη διαδρομή θα μπορούσε σε κάποιον βαθμό να περιγραφεί ως πολιτική. Αλλά η πολιτική δεν είναι τα πάντα, όπως ισχυριζόταν ο Λένιν –και ίσως αυτό να ήταν ένας λόγος που εξηγεί την αποτυχία της επανάστασής του. Η πολιτική χρειάζεται να τοποθετηθεί στο πλαίσιο άλλων πραγμάτων που έχουν εξίσου σημασία, συχνά μεγαλύτερη από την πολιτική.

Βρήκα τις σκέψεις αυτές ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες καθώς έβλεπα δύο έλληνες πολιτικούς με βαθιά θητεία στη σκέψη του Μαρξ και του Λένιν, τον γραμματέα του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα και τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρο της Βουλής Ι. Δραγασάκη, να παρακολουθούν μια ρομαντική ερωτική όπερα, τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζιάκομο Πουτσίνι στο Ηρώδειο. Δεν ξέρω αν είχαν τα ίδια αισθήματα «αγάπης-μίσους» που είχε ο Λένιν για τον Μπετόβεν. Μάλλον δεν θα τα είχαν. Αλλά, είτε έτσι είτε αλλιώς, η σχέση πολιτικής και τέχνης στην Ελλάδα δεν είναι λενινιστική. Η συνύπαρξη τέχνης και πολιτικής ως διαλεκτικά ισότιμων πτυχών της ανθρώπινης φύσης, ή ορθότερα ως αλληλοσυμπληρούμενων εκδοχών της ανθρώπινης αναζήτησης για την υπέρβαση της «φυσικής κατάστασης» και της μοίρας, συνιστά διαχρονικό στοιχείο της ελληνικής διαδρομής. Από τους τραγικούς (Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη), τον Αριστοφάνη, μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη, τέχνη και πολιτική λειτουργούν αισθητικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά ως συνυπάρχουσες δυνάμεις. Η μουσική του Θεοδωράκη, π.χ., ενώνει από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά (ανεξάρτητα εάν ο λόγος του φαίνεται μερικές φορές να καλλιεργεί διαιρέσεις).

Η σχέση των ελλήνων πολιτικών με την τέχνη δεν είναι ωστόσο ευθύγραμμη. Η οργάνωση κάθε καλοκαίρι αμέτρητων φεστιβάλ ανά την επικράτεια, από δημοτικούς και περιφερειακούς άρχοντες, δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην και αναγνώριση της βαθύτερης λειτουργίας της τέχνης. Συχνά οι επιλογές υπαγορεύονται από σκοπιμότητες.

Ωστόσο, κατά κανόνα, οι ηγετικές προσωπικότητες της κεντρικής πολιτικής σκηνής γνωρίζουν από τέχνη (χωρίς τα αισθήματα ενοχής του Λένιν). Σαμαράς και Βενιζέλος, προτού αναδειχθούν στις ηγετικές θέσεις, πέρασαν άλλωστε από το υπουργείο Πολιτισμού (έστω κι αν ο Μ. Χατζιδάκις θεωρούσε την ύπαρξη του υπουργείου αυτού ως τρανή απόδειξη της απουσίας πολιτισμού από τη χώρα). Επιπλέον είναι γνωστό ότι ο Α. Σαμαράς αγαπά παθολογικά την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη («Λάμπει μέσα μου ‘κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει», ήταν κάποτε ένας αγαπημένος του στίχος). Τώρα κατά πόσον οι περισσότεροι στη σημερινή Βουλή ξεχωρίζουν τον ήχο ενός κομπρεσέρ από την «Απασιονάτα» είναι άλλο θέμα. Οι περισσότεροι επιδίδονται σε «άστοχα πράγματα και κινδυνώδη», για να θυμηθούμε τον Αλεξανδρινό.

Αλήθεια, να είναι άραγε εντελώς τυχαίο ότι ο γνωστότερος ανά την υφήλιο νεοέλληνας δεν είναι ένας πολιτικός αλλά o Κ. Καβάφης;

Μπετόβεν ή Μαρξ, λοιπόν; Προφανώς και οι δύο…

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.