Λούντβιχ βαν Μπετόβεν: ένα τεράστιο μουσικό έργο, μία τρομερή κώφωση και ατελείωτες συζητήσεις γύρω από τα αίτια του θανάτου και των ασθενειών του. Σχεδόν δύο αιώνες μετά τον θάνατό του, στις 27 Μαρτίου 1827 στη Βιέννη, σε ηλικία 56 ετών, η ιατρική περίπτωση του γερμανού συνθέτη πυροδοτεί ίντριγκες ανάμεσα σε γιατρούς και ερευνητές. Οι νέες θεωρίες δημοσιεύονται τακτικά σε επιστημονικά και ιατρικά περιοδικά.
Ακόμη κι έτσι, ο δημιουργός της «Ενάτης Συμφωνίας» και της «Ωδής στη χαρά» απέχει πολύ από το να ανταγωνιστεί –σε αυτόν τον τομέα –τον συνάδελφό του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, ο οποίος είχε αποβιώσει μερικές δεκαετίες νωρίτερα (το 1791), στα 35 του. Περίπου 140 υποθέσεις έχουν γίνει έως σήμερα για τον θάνατο του συνθέτη του «Μαγικού αυλού» και του «Ντον Τζιοβάνι». Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι εμπειρογνώμονες στερούνταν φαντασίας στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν τα χρόνια συμπτώματα –αρχής γενομένης από την κώφωση –που παρουσίαζε ο Μπετόβεν, προκειμένου να αναγνωρίσουν την ασθένεια από την οποία έπασχε.
Εκ των υστέρων, σύμφωνα με την έκθεση της νεκροψίας, την πληθωρική αλληλογραφία του, τα γραπτά φίλων και γιατρών του, προέκυψε ότι ο λαμπρός συνθέτης έπασχε από σύφιλη, φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, φυματίωση, νόσο του Paget (διαταραχή ανακατασκευής των οστών, που μπορεί να προκαλέσει κώφωση), αλκοολισμό.
Η εξέλιξη της κώφωσής του παρακολουθείται κατά κύριο λόγο από τα γράμματα του συνθέτη, καθώς και έγγραφα της οικογενείας του. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίστηκαν πριν από τα 30 του, μέχρι που τον παγίδευσαν στη σιωπή τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Τα γραπτά του Μπετόβεν και των γιατρών του αποδείχθηκαν εξίσου πολύτιμα για την τεκμηρίωση και άλλων προβλημάτων υγείας. Ανάμεσά τους, η κατάθλιψη και οι διαταραχές του πεπτικού συστήματος, κυρίως όμως η υπέρμετρη αγάπη του για το αλκοόλ. Η αλληλογραφία του είναι πλούσια σε αναφορές στην ευχαρίστηση αλλά και στην ανακούφιση που του προσφέρει το αλκοόλ, ιδιαίτερα το κρασί. Στο κατώφλι του θανάτου, όταν πια βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση με ηπατική ανεπάρκεια (κοιλιακό πόνο, ίκτερο, ασκίτη και οίδημα των άκρων), στα μάτια του Μπετόβεν εξακολουθεί να υπάρχει μία μόνο θεραπεία. «Πώς θα μπορούσα να σας ευχαριστήσω γι’ αυτήν την εξαιρετική σαμπάνια∙ πόσο με αναζωογόνησε και πόσο θα με αναζωογονήσει πάλι!», γράφει στον βαρόνο Γιόχαν Πασκαλάτι σε μία από τις τελευταίες του επιστολές, τον Μάρτιο του 1827 (απόσπασμα από το βιβλίο «Επιστολές του Μπετόβεν», εκδ. Actes Sud, 2010).
«Η κοιλιακή κοιλότητα είναι γεμάτη με ένα κοκκινωπό θολό υγρό. Το μέγεθος του ήπατος είναι μειωμένο κατά το ήμισυ. Είναι συμπαγές, έχει μπλε – πράσινο χρώμα και η επιφάνειά του είναι καλυμμένη με οζίδια στο μέγεθος φασολιού», αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση, η οποία –μεταφρασμένη από τα λατινικά από τον Φρανσουά Μαρτάν Με – δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα του Βασιλικού Κολεγίου Φυσικών» του Εδιμβούργου το 2006. Η σπλήνα περιγράφεται πολύ μεγάλη, όπως και το πάγκρεας.
Τα νεφρά έχουν επηρεαστεί. Ακόμη και απουσία παθολογικών εξετάσεων, όπως μικροσκοπική ανάλυση των ιστών, που δεν υπήρχαν τότε, δεν αμφισβητείται η έκθεση της νεκροψίας. Ο Μπετόβεν νικήθηκε από αλκοολική κίρρωση του ήπατος, η οποία περιπλέχθηκε με περιτονίτιδα, καταλήγει ο Μαρτάν Με.
Ηταν λοιπόν ο Μπετόβεν μία τυπική περίπτωση αλκοολικού, που –όπως τόσοι και τόσοι άλλοι –πέθανε από κίρρωση του ήπατος; Οχι ακριβώς. Ειδικές εξετάσεις στα μαλλιά του, οι οποίες διεξάγονταν επί τουλάχιστον μία δεκαετία, καθώς και νεότερες στα οστά του κρανίου του έδειξαν ότι γερμανός συνθέτης έπασχε ακόμη από μολυβδίαση, ένα είδος χρόνιας δηλητηρίασης από μόλυβδο.
Η μολυβδίαση, η οποία φαίνεται να άρχισε να δηλητηριάζει νωρίς τη ζωή του Μπετόβεν, μπορεί να οφείλεται σε βλάβη των ακουστικών νεύρων του, επισημαίνουν αμερικανοί ερευνητές.
Η μολυβδίαση θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τις διαταραχές στη διάθεση, τις βλάβες στο συκώτι και τα νεφρά, τα συχνά επεισόδια κοιλιακού άλγους. Ενα είναι βέβαιο όμως: αμέσως ή εμμέσως, εκείνο που σκότωσε τον Μπετόβεν ήταν το πάθος του για το κρασί.
ΑΥΡΙΟ:
Νάταλι Γουντ