Η ιδιωτικοποίηση των Εταιρειών Υδρευσης και Αποχέτευσης Αθήνας και Θεσσαλονίκης, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, έχει δρομολογηθεί ως μνημονιακή υποχρέωση. Οι δύο εταιρείες είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο –το Δημόσιο κατέχει 61% και 74% των μετοχών, αντιστοίχως. Με τη διαδικασία σε εξέλιξη, κατατίθενται οι ενστάσεις στην αποκρατικοποίηση. Κοινό χαρακτηριστικό τους, η αναγωγή σε «αρχές», οι οποίες βεβαίως δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. «Το νερό είναι ανθρώπινο δικαίωμα» είναι η πιο πομπώδης, ακολουθούμενη από «το νερό, ως δημόσιο αγαθό, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο εμπορευματοποίησης». Η πιο χαριτωμένη είναι η μεσοβέζικη στάση των υποτίθεται ρεαλιστών «να ιδιωτικοποιηθεί μεν, τα δίκτυα όμως να παραμείνουν υπό δημόσιο έλεγχο», λες και οι επενδυτές θα σπεύσουν να φτιάξουν διυλιστήρια νερού και θα θέλουν πρόσβαση στη διακίνηση. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Ας ρίξουμε μια ματιά στον λογαριασμό νερού της ΕΥΔΑΠ. Ως αγαθό, η δημόσια διαχείριση έχει κρατήσει σταθερό το τιμολόγιο του νερού για κάμποσα χρόνια. Πλην όμως, η «τεκμαρτή» επιβάρυνση της αποχέτευσης αυξήθηκε από 52% στο 75% –ο ΦΠΑ του αγαθού που λέγεται νερό είναι 13% ενώ της αποχέτευσης 23%. Από το παράθυρο λοιπόν, μέσω της χρέωσης της φυσικής μας ανάγκης, το αγαθό κάθε άλλο παρά ως δημόσιο αντιμετωπίζεται. Η εταιρεία ύδρευσης εγγυάται την πρόσβαση στο αγαθό, διπλοχρεώνει όμως τη χρήση του. Οποιος έχει κήπο να φροντίσει, ξέρει πολύ καλά πως η φιλοσοφία της διαχείρισης τιμωρεί το πράσινο με δεκαπλάσιο κόστος της υπερβάλλουσας κατανάλωσης. Ομως κάποια από τα βόρεια προάστια της Αθήνας έχουν, μέσω της Δημοτικής Επιχείρησης, πρόσβαση στο αγαθό στον τοπικό υδροφόρο ορίζοντα και με ελάχιστο κόστος έχουν πνιγεί στο πράσινο. Οι βασικές μας οι αρχές βλέπουν ως αγαθό μόνο αυτό που βγαίνει από τη βρύση της κουζίνας! Από άλλες αρχές περί των δικαιωμάτων διέπεται το νερό του Εύηνου ή του Μόρνου και από άλλες το νερό των γεωτρήσεων της Εκάλης. Η αναπομπή σε «αρχές» είναι εντελώς προσχηματική.

Αυτό που δεν έκανε ποτέ η ελληνική πολιτεία είναι η εκπόνηση πολιτικής διαχείρισης των υδάτων. Επικειμένων των ιδιωτικοποιήσεων κατατίθενται παράλληλοι μονόλογοι με μεγαλοστομίες που κρύβουν την πραγματικότητα. Οι δύο υπό ιδιωτικοποίηση μεγάλες εταιρείες διαχείρισης νερού έχουν αναμφίβολα βελτιώσει τις επιδόσεις τους μετά την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο –κάτι η πρόσβαση σε «φθηνό χρήμα», κάτι οι κανονιστικές υποχρεώσεις, μπήκε λίγη τάξη. Οχι αρκετή όμως. Οι απώλειες νερού (διαρροές, κλοπή, κακή συντήρηση) είναι της τάξεως του 30%, έναντι 10% στις αντίστοιχες περιπτώσεις μεγαλουπόλεων του εξωτερικού. Για κάθε δύο ποτήρια νερό από τη βρύση μας, περίπου ακόμη ένα πάει κάπου αλλού. Ο διαχειριστής δεν μπορεί ή δεν ενδιαφέρεται να φροντίσει το αγαθό που του εμπιστεύεται η κοινωνία.

Αδιάφορα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας υδάτων, το νερό πρέπει να φθάνει στους πολίτες στην επιβαλλόμενη ποιότητα και με κόστος ανάλογο των συνθηκών. Αμφότερα πρέπει να ελέγχονται από ρυθμιστική Αρχή και το σχετικό κανονιστικό περιβάλλον και δεν είναι δυνατόν να ανατίθενται στον «λειτουργό». Οσον αφορά το κόστος που πληρώνει ο καταναλωτής, εάν η επιθυμία της κοινωνίας είναι η συμπίεσή του, η συνεχής μείωση του λειτουργικού κόστους, η συνεχής αναβάθμιση και συντήρηση εξοπλισμού και δικτύων, η συνεχής τεχνολογική αναβάθμιση είναι μονόδρομος. Το πραγματικό ερώτημα είναι: ανεξαρτήτως της μνημονιακής απαίτησης, είναι δυνατόν υπό τις παρούσες συνθήκες να αναδιαρθρωθούν οι εταιρείες διαχείρισης νερού, να αναβαθμισθούν τα δίκτυα και οι διαδικασίες για να περιορισθούν οι απώλειες και να προσφέρεται το αγαθό στους πολίτες, χωρίς τη συμμετοχή στρατηγικού εταίρου, με τεχνογνωσία και κεφαλαιακή επάρκεια; Γνώμη μας είναι πως όχι –τουλάχιστον στο ορατό μέλλον.

Υποχρέωση της πολιτείας είναι η διασφάλιση των όρων ιδιωτικοποίησης και η δημιουργία εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών, ώστε να προστατευθούν το δημόσιο συμφέρον και το αγαθό. Το κίνητρο για τον στρατηγικό επενδυτή είναι βεβαίως το κέρδος. Μπορούμε να πουλήσουμε όχι την εταιρεία που εκδίδει τα τιμολόγια, όπως καταλήγουν όσοι θέλουν να παραμείνουν τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης υπό δημόσιο έλεγχο, αλλά τις απώλειες του 30%, κατάλληλα πακεταρισμένες. Σατανικό το σενάριο! Δίνουμε τη δυνατότητα στον επενδυτή να ανακτήσει τις απώλειες –να επενδύσει σε δίκτυα, τεχνολογία, διαδικασίες –και να εξαγάγει αξία από την κακοδιαχείρισή μας. Ποιος έχει αντίρρηση να πάρει ο επενδυτής αυτήν την αξία;

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia