Θα αποδείκνυε ως θέαμα μια υψηλή πολιτιστική συνθήκη, αν δεν εκφραζόταν με τόση προπέτεια. Εννοούμε τους απειράριθμους πια, άνδρες και γυναίκες, που κρατώντας ένα μακρύ λουρί με τον σκύλο δεμένο στην άκρη του περιφέρονται ανά τας οδούς και τας ρύμας της πόλης με το ύφος του καταξιωμένου για την πολυσχιδή κοινωνική του προσφορά πολίτη. Θα μπορούσε να είναι ένα θέαμα που σε γεμίζει αγαλλίαση, αφού μια τόσο εκτεταμένη φιλοζωία θα γινόταν ο αψευδέστερος δημόσιος μάρτυρας πως κάτι έχει αλλάξει.

Εχει αλλάξει κάτι προς το καλύτερο στο εσωτερικό των ανθρώπων, εκεί δηλαδή όπου δίνονται οι μεγάλες μάχες ανάμεσα στο καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι. Κάτι όμως στο ύφος των ανθρώπων που κρατάνε τον σκύλο, τον δεμένο με το λουρί, σου λέει πως με την ίδια ευκολία που αποφάσισαν να τον αποκτήσουν με την ίδια ευκολία θα τον εγκατέλειπαν. Αν αίφνης γινόταν της μόδας, αντί με έναν σκύλο, να κυκλοφορείς με έναν παπαγάλο στον ώμο.

Δεν έχετε παρά να προσέξετε πώς μια εντελώς αυτονόητη υποχρέωση, κάτι εντελώς ασήμαντο, εξαίρεται ως μια διαδικασία που μεταβάλλει αυτόν που την εκτελεί σε υπεύθυνο πολίτη. Η αυθόρμητη έκφραση κοινωνικότητας, του να μαζεύει δηλαδή κανείς τις ακαθαρσίες του σκύλου του σε ένα σακουλάκι, ενώ περπατάνε και οι δυο τους στον δρόμο, διαφημίζεται ως ένας πολύ χαρακτηριστικός, για το ήθος ενός ανθρώπου, σεβασμός.

Σάμπως ο σεβασμός αυτός να σημαίνει πως υπάρχει ταυτόχρονα για την ανθρώπινη ζωή στο σύνολό της, για κάθε δηλαδή βασανισμένο και αναξιοπαθούντα. Εκεί όμως έχουν κατρακυλήσει οι κοινωνίες μας… Πράγματα αυτονόητα και σε τελευταία ανάλυση ασήμαντα να χαρακτηρίζονται ως εξέχοντα, ώστε να μη σηκώνει κεφάλι μια τύψη ή μια ενοχή για τα απεριγράπτως δραματικά που συμβαίνουν στον πλανήτη μας.

Με λίγα λόγια, επειδή μαζεύεις τις ακαθαρσίες του σκύλου σου, να αισθάνεσαι πως έχεις καθαρίσει όλες τις άλλες βρωμιές που πνίγουν τους ανθρώπους. Αποτέλεσμα, ουρανομήκεις μπούρδες του τύπου «γνώρισα τους ανθρώπους κι αγάπησα τα ζώα» να γνωρίζουν μια λαμπρή σταδιοδρομία όπως τις επαναλαμβάνουν διαρκώς ανεγκέφαλα χείλη. Τι σημαίνει ακριβώς η κουβέντα αυτή; Οτι δηλαδή μου έχουν κάνει τόσο κακό οι άνθρωποι, ώστε δεν μου έχει μείνει άλλη καταφυγή παρά τα ζώα –και όταν λένε ζώα εννοούν συνήθως τους σκύλους.

Αν και δίνει μια ορισμένη υπεροχή η κουβέντα αυτή σε έναν άνθρωπο, επειδή δείχνει πόσο τρομερό δήθεν είναι το δράμα του, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς: δεν υπάρχουν σκύλοι ή άλλα ζώα («κι αγάπησα τα ζώα», λέει η ρήση) που έχουν βασανίσει και ενδεχομένως κατασπαράξει ανθρώπους; Και γιατί δεν δικαιούται την αγάπη ένας άνθρωπος βάρβαρος, απολίτιστος, βασανιστικός για τους άλλους, ώστε αν συμβεί να τον γνωρίσει κανείς, να πρέπει μετά να στραφεί στα ζώα;

Ενας άνθρωπος δηλαδή που θα είχε την ευεργετικότερη πείρα σε σχέση με τους άλλους θα έπρεπε να μισήσει τα ζώα; Οτιδήποτε εκφράζεται με έναν αποκλειστικό αποδέκτη θα έπρεπε κανονικά να μας κάνει να υποψιαζόμαστε τους άλλους. Είτε οι άνθρωποι είτε τα ζώα είτε ακόμη ο ίδιος ο Θεός εμφανίζονται ως ο αποκλειστικός αποδέκτης.

Η αγάπη, για να είναι υπεράνω υποψίας, χρειάζεται να εκφράζεται αδιαίρετα και όχι ως στοιχείο κοινωνικής καταξίωσης. Ετσι όπως ακούς πολλούς να λένε: «Εμείς για τις διακοπές μας βρήκαμε έναν καταπληκτικό οίκο που φροντίζει σκύλους. Αλμυρούτσικη η τιμή, αλλά χαλάλι».