Ανήκει στην Αγία Τριάδα της νεότερης ελληνικής μουσικής. Ολα τα τραγούδια του είτε τα ξέρει καλά το κοινό είτε δεν ξέρει ότι τα ξέρει. Εχει επίσης ανακατευτεί και με τα κοινά, σε θέσεις για τις οποίες βρέθηκαν αρκετοί πρόθυμοι να σχολιάσουν ότι τις εγκαταλείπει εύκολα. Η τελευταία ήταν του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου

Ενα από τα περιστατικά της ζωής του που τον καθόρισαν, που το θυμάται καλά τέλος πάντων, το διηγιόταν ως τέτοιο ο ίδιος. «Στις αρχές του Ιουνίου του 1992», έλεγε σε συνέντευξή του στο «Βήμα», «μου τηλεφώνησε ο Μάνος και μου είπε ότι το Σάββατο που ερχόταν, ήταν τα σαράντα του Γκάτσου στην Ασέα της Αρκαδίας. “Πάμε παρέα, Σταύρο;”. “Πάμε, αλλά με έναν όρο”, του είπα. “Τι όρο;”, είπε λίγο θυμωμένος με τη γνωστή του προφορά. “Να μείνουμε και την Κυριακή για να σε πάω στη Μάνη, στο χωριό που κατάγομαι”. Πήγαμε λοιπόν στο μνημόσυνο και μετά στη Βάθεια Λακωνίας, στον τόπο καταγωγής μου. Μόλις μπαίνεις στο χωριό, έχει ένα πλάτωμα όπου μπορείς να σταθείς και να δεις κάτω και πέρα, στο τέρμα του Θεού. Ο Μάνος στάθηκε για αρκετή ώρα ακίνητος και σιωπηλός, με το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα. Δεν του μιλούσα καθόλου. Κάποια στιγμή, γυρίζει και μου λέει: “Αφού κατάγεσαι από εδώ, οι ευθύνες σου στη ζωή είναι πολύ μεγάλες”».

Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ. Τις ευθύνες που εννοούσε ο Χατζιδάκις, βέβαια, ο Σταύρος Ξαρχάκος μάλλον είχε αρχίσει να τις αναλαμβάνει χρόνια πριν και με το παραπάνω. Γεννημένος τον Μάρτιο του ’39 στην Αθήνα, μεγάλωσε σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, όπου αντηχούσαν μελωδίες πλανόδιων μουσικών του Σαββατοκύριακου από την κοντινή ταβέρνα, επτανησιώτικες καντάδες της γιαγιάς του, βυζαντινές κλίμακες που μάθαινε στο ψαλτήρι. Στο Ωδείο Αθηνών πήρε γνώσεις που αργότερα θα συμπλήρωνε με σπουδές στο Παρίσι, στο Juliard School of Music της Νέας Υόρκης και στο πλευρό ονομάτων όπως η Νάντια Μπουλανζέ ή ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. Ούτε πριν, ωστόσο, ούτε ύστερα από όλα αυτά, είχαν οι συνθέσεις του τάσεις ακαδημαϊσμού. Από το 1962 που ανέλαβε να ντύσει μουσικά «Το ταξίδι» του Δημόπουλου –θέση για την οποία τον πρότεινε ο Χατζιδάκις έχοντας εκείνος αρνηθεί ευγενικά -, από τα «Κόκκινα φανάρια» και τη «Λόλα», τα τραγούδια που συνόδευαν τα πλάνα τους («Απονη ζωή», «Χάθηκε το φεγγάρι» ή «Ο χορός του Σάκαινα») όχι μόνο θα σύστηναν στιχουργούς σαν τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τραγουδίστριες σαν τη Βίκυ Μοσχολιού, αλλά και θα έκαναν πολλούς να συμπεράνουν ότι για να βάζει ο νεαρός στις παρτιτούρες του τόση λαϊκή αρχοντιά πριν καλά καλά γίνει 30 χρονών, ποιος ξέρει τι θα έγραφε μετά.

Τρυφερές όσο και γεωμετρικές, ερωτικές όσο και στιβαρές, ελπιδοφόρες όσο και μετρημένες, οι συνθέσεις που θα έγραφε μετά, αποτυπωμένες σε δεκάδες φιλμ ή βινύλια (χώρια οι σουίτες, τα κοντσέρτα ή τα συμφωνικά έργα), μόνο ενδεικτικά μπορούν να συνοψιστούν σε ταινίες όπως «Διπλοπενιές», «Κορίτσια στον ήλιο»· δίσκους όπως «Ενα μεσημέρι» με τον Σταμάτη Κόκοτα, «Διόνυσε καλοκαίρι μας» με τον Νίκο Ξυλούρη· θεατρικά όπως «Το μεγάλο μας τσίρκο» ή τραγούδια εγγεγραμμένα στη συλλογική μνήμη, τόσο οικεία όσο τα «Τι έχει και κλαίει το παιδί», «Ο Λευτέρης» ή «Ητανε μια φορά». Προϊόντα συνεργασιών άλλοτε στενών, όπως εκείνη με τον Νίκο Γκάτσο, άλλοτε στιγμιαίων, όπως εκείνη με τον Μάνο Ελευθερίου, που κατόρθωσε όμως να γεννήσει το «Είναι αρρώστια τα τραγούδια». Με τον Γκάτσο ειδικά, το 1983, ο Ξαρχάκος έγραψε μελωδίες που θα έφταναν στα ίδια βάθη με τα πρότυπά τους: τα «Μάνα μου Ελλάς», «Καίγομαι καίγομαι» ή «Στου Θωμά», από το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη, δεν ήταν, ούτε είναι, κάτι λιγότερο από αληθινά ρεμπέτικα, σχεδόν «αγιασμένα».

Εκείνη τώρα η λέξη που θα χρησιμοποιούσε ο Χατζιδάκις, οι «ευθύνες» δηλαδή, μοιάζει να πήρε στη συνέχεια, στο μυαλό του Ξαρχάκου, και άλλες έννοιες εκτός από την καλλιτεχνική. Αφού ανέλαβε τη διεύθυνση της Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής, το 1995, ο υπουργός Πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος του ανέθεσε τη διεύθυνση του οργανισμού Θεσσαλονίκη – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Επειτα από περιπέτειες με παραιτήσεις μελών του ΔΣ ή επερωτήσεις στη Βουλή για καθυστέρηση, ο Ξαρχάκος παραιτήθηκε. Είχε ήδη διατελέσει αντιδήμαρχος Πολιτισμού Αθηνών, αλλά και βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία από το ’89 ώς τις αρχές του ’90 που παραιτήθηκε επίσης. Από το 2000 ώς το 2004 ήταν ευρωβουλευτής. Το 2005 διορίστηκε πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, υπέβαλε μια εισήγηση για την αναδιάρθρωσή του που έμεινε αναπάντητη, κατηγορήθηκε ότι έλαμψε διά της απουσίας του και υπέβαλε, ξέρετε τι. Το 2008, σε συνέντευξη Τύπου για τις αθετημένες αλλά ογκώδεις κρατικές οικονομικές υποχρεώσεις προς την ΚΟΕΜ, έκανε λόγο για «κλίμα στο υπουργείο Πολιτισμού που προσομοιάζει μάλλον σε καταγώγιο». Τη μουσική, φυσικά, δεν την εγκατέλειψε. Ενώ κάποιοι αναρωτιούνταν αν συνδέεται ή όχι με δημοφιλή ηθοποιό, άλλοι άκουγαν τις καινούργιες του ηχογραφήσεις με ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών, τις πρώτες εμφανίσεις του σε μουσική σκηνή, τις επανεμφανίσεις με τον Σταμάτη Κόκοτα, τις συνεργασίες με νεότερους, αλλά και το περσινό ανέβασμα του «Μεγάλου μας τσίρκου», σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.

ΠΡΟΩΡΗ ΑΥΛΑΙΑ. Να όμως που με τον τελευταίο, καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου πλέον, «έχει χαλάσει η χημεία» τόσο, ώστε ο Ξαρχάκος να παραιτηθεί προ ημερών από πρόεδρος και αυτού του οργανισμού. Το βαθύτερο γιατί, το ξέρουν καλύτερα τα σχετικά ρεπορτάζ και ο ίδιος. Ανθρωποι που τον γνωρίζουν ωστόσο, που «τι πας να κάνεις;» του έλεγαν, εξηγούν ότι ο Ξαρχάκος δέχτηκε τη θέση πιστεύοντας σε μια ανανέωση του Εθνικού, ότι ως καλλιτέχνης δεν ενδιαφερόταν για τα διοικητικά. Οτι είχε και έχει επιθυμία να βοηθήσει τον πολιτισμό με ό,τι περνάει από το χέρι του. Γι’ αυτό και στο παρελθόν ανακατεύτηκε με τα κοινά, αλλά απογοητεύτηκε. Οτι, αφού ο Χατζάκης τον έκανε να πιστέψει πως τον ήθελε για το καλλιτεχνικό του βάρος αλλά μετά «του την έφερε», καλό ήταν να αποχωρήσει. Εχει έναν ρομαντισμό, λένε, αν κάτι δεν πάει όπως το σκέφτεται, φεύγει. Οχι γιατί θέλει να έχει τον έλεγχο, ούτε γιατί οι πολιτικές του πεποιθήσεις τον κάνουν να τρέχει μακριά από τις αντίθετες. Αν αυτό που οραματίζεται, για λόγους γραφειοκρατίας ή δυσκαμψίας, δεν υλοποιείται, παραιτείται. Τον ενοχλεί ο «εκχυδαϊσμός» των ημερών, πιστεύει ότι το Εθνικό υπηρετεί ρεπερτόριο που δεν μπορούν να υπηρετήσουν τα ιδιωτικά θέατρα, όχι παρόμοιο. Υστερα από όλα αυτά, καταλήγουν, θεωρεί το θέμα λήξαν, αλλά νιώθει και μια απογοήτευση. Λες και οποιαδήποτε ευθύνη για τον «εκχυδαϊσμό» των ημερών, θα συμπλήρωνε κανείς, είναι δυνατόν να βαραίνει έστω και στο ελάχιστο τον ίδιο.