Για να πάρουμε την επόμενη δόση, επιμένει η τρόικα, πρέπει να απολυθoύν 4.000 δημόσιοι υπάλληλοι. Γιατί 4.000; Γιατί όχι 3.000 ή 5.000; Γιατί έτσι! Κανείς δεν έχει υπολογίσει ακόμη πόσους υπαλλήλους πρέπει ιδανικά να απασχολεί το ελληνικό κράτος, ώστε να ξέρουμε πόσοι από όσους σήμερα υπηρετούν περισσεύουν (αν περισσεύουν).

Προαπαιτούμενο της δόσης είναι, επίσης, να τεθούν 12.500 δημόσιοι υπάλληλοι σε κινητικότητα. Γιατί 12.500; Γιατί όχι 10.000 ή 50.000; Γιατί έτσι! Κανείς δεν έχει μετρήσει ακόμη πόσοι είναι οι υπεράριθμοι και σε ποιες υπηρεσίες του κράτους. Ούτε πόσοι λείπουν και σε ποιες υπηρεσίες, ώστε να κατευθυνθούν εκεί οι «μετακινούμενοι».

Και γιατί αυτή η βιάση να μετακινηθεί ή απολυθεί, εδώ και τώρα, δίχως άλλη αναβολή, ένας αριθμός δημόσιων υπαλλήλων που έτσι αυθαίρετα έχει οριστεί;

Οχι βέβαια επειδή σφίγγει η δημοσιονομική ανάγκη. Το κλείσιμο της ΕΡΤ πρόσθεσε μάλλον παρά αφαίρεσε δημοσιονομικά βάρη. Και το δημοσιονομικό όφελος των 4.000 απολύσεων (αν δεν προσληφθούν άλλοι στη θέση τους) μετά βίας ισοφαρίζει τις απώλειες από τον ΦΠΑ που εισπράττεται χωρίς να αποδίδεται στις συναλλαγές μιας καλοκαιρινής ημέρας.

Αφού λοιπόν το δημοσιονομικό όφελος δεν αποτελεί κίνητρο, τότε γιατί η πίεση και οι βεβιασμένες αποφάσεις;

Αν πιστέψουμε τον πρώην υπουργό Αντώνη Μανιτάκη, η αιτία είναι ότι η τρόικα «αδιαφορεί για την πραγματοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που απαιτούν χρόνο και συστηματική προσπάθεια». Επιμένει στην επίτευξη, πάση θυσία, ποσοτικών πλην συχνά ανέφικτων στόχων για να έχει την ελληνική κυβέρνηση πιασμένη στο δόκανο.

Αν πιστέψουμε την ίδια την τρόικα, το κίνητρο είναι να σπάσει ένα «ταμπού». Να υποχρεωθούν δηλαδή τα κόμματα, που ρουσφέτι το ρουσφέτι έχτισαν το πελατειακό κράτος και αρνούνται πεισματικά να το χαλάσουν, να βάψουν τα χέρια τους με το αίμα των πελατών τους.

Θα ήμουν έτοιμος να δώσω ένα δίκιο στους τρεις καμπαλέρος. Τα κόμματα που επέβαλαν την κατοχή του κράτους από τα κομματικο-συνδικαλιστικά τους τάγματα εφόδου θα αντιστέκονταν, υποθέτω, μέχρι τέλους σε κάθε κίνηση εξορθολογισμού και εξυγίανσης στο Δημόσιο. Εχω την υποψία μάλιστα ότι αν η τρόικα είχε ζητήσει την απόλυση 4.000 δημόσιων υπαλλήλων με μεταπτυχιακό, πτυχίο της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και διορισμό μέσω ΑΣΕΠ, η επιθυμία της θα είχε εκπληρωθεί αμέσως και αγόγγυστα. Αλλά η αξιολόγηση απειλεί τους άνευ προσόντων, τους υπαλλήλους της πολιτικής απόσπασης και του κομματικού μπιλιέτου. Γι’ αυτό και οι κομματάρχες-υπουργοί αντιστέκονται. Οχι πως τους πιάνει ο πόνος για εκείνους που διόρισαν. Αλλά επειδή φοβούνται πως η καθιέρωση ορθολογικών κανόνων, η αξιολόγηση δομών και ανθρώπων στο Δημόσιο, η διαφάνεια, η αποκατάσταση της υπαλληλικής ιεραρχίας είναι πράγματα που οδηγούν στην απελευθέρωση του Δημοσίου από τη φεουδαρχική τους κατοχή και δυσκολεύουν την αναπαραγωγή της στο μέλλον.

Αλλά, σε μια χώρα που ζει τον έκτο χρόνο ύφεσης κι έχει μπροστά της τουλάχιστον άλλον ένα, σε μια χώρα που έχει υποστεί μείωση εισοδήματος μεγαλύτερη από ό,τι οι ΗΠΑ του προπολεμικού κραχ και μετρά ποσοστά ανεργίας ανάλογα της προπολεμικής Γερμανίας, των χρόνων της ανόδου του ναζισμού, η απόλυση έστω και ενός ανθρώπου, έστω και υπεράριθμου, έστω και διορισμένου παρατύπως, είναι ένα δράμα που καθίσταται ανυπόφορο, απαράδεκτο αν συνοδεύεται από την αίσθηση της αδικίας. Αν προκύπτει από μια απρόσωπη, οριζόντια, εντελώς πρόχειρη και δίχως προηγούμενη αξιολόγηση απόφαση.

Κι έπειτα, οι αυθαίρετες, αναιτιολόγητες και οριζόντιες απολύσεις δεν διευκολύνουν καμιά μεταρρύθμιση. Αντίθετα, όπως λέει ο Ματιτάκης, «οδηγούν το Δημόσιο σε παράλυση και διάλυση και ακυρώνουν εξ αποτελέσματος κάθε σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια». Μας αιχμαλωτίζουν, δηλαδή, σε ένα λάθος δίλημμα. Οχι στο δίλημμα «κομματική φαυλότητα ή μεταρρύθμιση» αλλά στο εντελώς αντι-μεταρρυθμιστικό δίλημμα «φαυλότητα ή αυταρχισμός».

Η τρόικα λοιπόν έχει άδικο και ο Μανιτάκης έχει δίκιο. Κι αν μένει κάτι να πιστώσουμε υπέρ των τριών καμπαλέρος, είναι πως δεν φταίνε εκείνοι αν εμείς, τρία χρόνια τώρα εν μέσω συμφορών, δεν καταφέραμε ακόμη να φτιάξουμε ένα σχέδιο ούτε για το τι κράτος θέλουμε ούτε τι οικονομία ούτε τι χώρα θέλουμε να έχουμε μετά την κρίση. Και γι’ αυτό κάνουμε ό,τι κάνουμε έτσι, δίχως σχέδιο.