Το πρώτο μου συναίσθημα ήταν εκείνο της ανακούφισης, ανακούφιση που πια δεν χρειαζόταν να σμιλέψω σκαλοπάτια, να διασχίσω κορυφές, να πραγματοποιήσω άλματα, να τρέφω ελπίδες –οι οποίες διαψεύδονταν πολύ σύντομα –ότι θα αγγίξω την κορυφή. Κοίταξα τον Τενζίνγκ και παρότι η κουκούλα, τα γυαλιά και η κοκαλωμένη από τον πάγο μάσκα έκρυβαν το πρόσωπό του κατάλαβα ότι τον είχε καταβάλει μια τρελή χαρά […] Ηταν 11.30. Η ανάβαση ώς την κορυφή μάς πήρε δυόμισι ώρες, αλλά μας είχε φανεί ότι είχε διαρκέσει μια ζωή.

29 Μαΐου 1953

Ο άθλος κατάντησε προσκύνημα

Το Εβερεστ έχει πλέον μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος πάμπολλων ορειβατών που προέρχονται από όλο τον κόσμο. Το μήκος της ουράς που είχαν σχηματίσει οι ορειβάτες ήταν συγκλονιστικό. Ολοι κρατιόνταν από το ίδιο σκοινί και από τους ίδιους κρίκους ασφαλείας. Υπήρχαν γύρω στα διακόσια άτομα τα οποία έκαναν δυο-τρία βήματα και έπειτα σταματούσαν για ένα λεπτό. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ότι όφειλα να σταματήσω και να παραιτηθώ. Εκείνη την στιγμή το δικό μου Εβερεστ πέθανε και εγώ είχα αποφασίσει ότι δεν θα συνέχιζα να ανεβαίνω.

Σιμόνε Μόρο, ιταλός ορειβάτης

24 Μαΐου 2012