Κερδίζει το ένα μετά το άλλο τα λογοτεχνικά βραβεία και οι Βρετανοί τη θεωρούν εθνικό θησαυρό. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την Κέιτ Μίντλτον, τον άλλο τους εθνικό θησαυρό, «πλαστική κούκλα προορισμένη για αναπαραγωγή», βγάζοντας τους μοναρχικούς από τα ρούχα τους και προκαλώντας την μήνιν των ταμπλόιντ. Τελικά, δεν είναι ποτέ προβλέψιμη – ούτε ως συγγραφέας ούτε ως άνθρωπος

Τι είδους άνθρωπος αφηγείται μια χιλιοειπωμένη ιστορία και γοητεύει αναγνώστες και κριτικούς; Κάποιος σαν τη Χίλαρι Μαντέλ. Εμμονική με τις ιστορικές πηγές. Τόσο οργανωτική που βάζει το υποσυνείδητό της να δουλέψει. Κάθε πρωί όταν ξυπνά, επειδή τα όνειρά της είναι το μόνο μέρος όπου υπάρχει αταξία, πριν καν μιλήσει στον άντρα της γράφει. Γνωρίζοντας πως το μυαλό της είναι μια μηχανή αναλυτικής σκέψης, το αντίθετο δηλαδή, από ό,τι χρειάζεται κανείς για να γράψει λογοτεχνία, κάνει τα πάντα για να υπερβεί τη φύση της.

ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΥΦΟΥΣ. Κάποια που όλα τα βιβλία της μοιάζουν γραμμένα από διαφορετικό χέρι. Ειδικά από άποψη ύφους. Το μόνο κοινό τους είναι η μαεστρία στον διάλογο. Υπάρχουν σημεία που θυμίζουν θεατρικό έργο. Κάποια που αντί να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ερωμένη του βασιλιά που έγινε βασίλισσα και άλλαξε τη θρησκεία μιας χώρας, επιλέγει να μας βάλει –sic –στα παπούτσια του βασιλικού συμβούλου, που η ιστορία μάς έχει μάθει να απεχθανόμαστε.

Το 2009 δύο σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, το Man Booker και το National Book Critics Circle Award for fiction απονεμήθηκαν στον ίδιο άνθρωπο, τη Μαντέλ για το «Γουλφ Χολ», ιστορικό μυθιστόρημα που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας για τον Τόμας Κρόμγουελ, σύμβουλο του βρετανού βασιλιά Ερρίκου Η’.

Το 2012 κέρδισε και πάλι το Booker για το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Bring Up The Bodies» («Φέρτε τα πτώματα»), που κυκλοφορεί από τη Μ. Τετάρτη στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πάπυρος και παραδόξως φέρει τον τίτλο «Γεράκια». Είναι η τρίτη συγγραφέας που το κερδίζει δύο φορές και η πρώτη Βρετανίδα που τιμάται δις με αυτή τη διάκριση. Το «Bring Up The Bodies» τής χάρισε φέτος και το λογοτεχνικό βραβείο Costa, σημαντική διάκριση στην πατρίδα της, ενώ αν κερδίσει και το Women’s Prize for Fiction τον Ιούνιο θα είναι η πρώτη που της απονέμονται και τα τρία σημαντικότερα βραβεία στη Βρετανία για το ίδιο έργο.

H 61χρονη συγγραφέας που έχει άλλα εννέα μυθιστορήματα στο ενεργητικό της, βρίσκεται φέτος στη λίστα του «Time» με τους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη. Δεν είναι προφανώς μικρό επίτευγμα να μετατρέπεις μια από τις πιο μοχθηρές ιστορικές προσωπικότητες, που πολλοί ιστορικοί του παρελθόντος τον αντιμετώπιζαν σαν ναζί του 16ου αιώνα και τον μισούσε μέχρι και ο βιογράφος του, σε ήρωα που όλοι συμπαθούν.

Πέρασαν αιώνες μέχρι ο Τόμας Κρόμγουελ να αναγνωριστεί από μερίδα μελετητών ως πρωτοπόρος πολιτικός που έθεσε τις βάσεις του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού στη χώρα όπου γεννήθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία, δημιουργώντας μια διοικητική δομή που μπορούσε να επιζήσει της βασιλικής ανικανότητας και όπου οι μεταρρυθμίσεις γίνονταν μέσω της νομοθεσίας. Αυτή ακριβώς η πλευρά του σαγήνευσε τη Μαντέλ.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στα 23 της και ενώ δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να γίνει συγγραφέας, ζούσε στο Μάντσεστερ και εργαζόταν σε πολυκατάστημα. Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε τα χρήματα για να τελειώσει τις σπουδές Νομικής στην LSE και έπειτα από έναν χρόνο δουλειάς σε γηριατρική κλινική ήξερε ότι δεν ήθελε να γίνει κοινωνική λειτουργός. Είχε όμως βαρεθεί να πουλάει φορέματα και έτσι άρχισε να δανείζεται το ένα μετά το άλλο βιβλία για τη Γαλλική Επανάσταση. Και μετά άρχισε να κρατά σημειώσεις. Ο Ροβεσπιέρος της άρεσε περισσότερο από τον Δαντόν. Ετσι, αποφάσισε να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τους ήρωες της Γαλλικής Επανάστασης.

Από τότε αρνούνταν να αλλοιώσει το παραμικρό ιστορικό γεγονός για χάρη της πλοκής. Η ίδια άλλωστε επικρίνει, διόλου ευγενικά, την τηλεοπτική σειρά «The Tudors» που περιγράφει την εποχή την οποία πραγματεύονται τα δύο τελευταία βιβλία της, γιατί βρίθει ιστορικών ανακριβειών. Τελείωσε το πρώτο της βιβλίο το 1979 και άρχισε να το στέλνει σε εκδοτικούς οίκους. Ακόμη θυμάται πως στη συνοδευτική επιστολή έγραφε «δεν είναι ιστορικό ρομάντζο» και παρ’ όλα αυτά λάμβανε απαντήσεις του τύπου, «δεν ενδιαφερόμαστε για ιστορικά ρομάντζα». Δεν έμπαιναν καν στο κόπο να διαβάσουν την επιστολή της, πολλώ δε μάλλον να ξεφυλλίσουν έστω το πόνημά της.

Ενιωθε πως τα πάντα κατέρρεαν. Ο γάμος με τον νεανικό της έρωτα Τζέραλντ Μακ Ιουεν διαλυόταν και υπέφερε από φριχτούς πόνους, για τους οποίους της είχαν δώσει αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά, γιατί σύμφωνα με έναν ψυχίατρο είχε «φιλοδοξία μεγαλύτερη από όση θα μπορούσε να αντέξει μια γυναίκα» και αυτό της προκαλούσε στρες.

Ολοι απέδιδαν τους πόνους σε ψυχολογικά αίτια. Μέχρι που η ίδια όταν ζούσε στην Μποτσουάνα, όπου ο σύζυγός της δούλευε ως γεωλόγος, πήγε στη βιβλιοθήκη, διάβασε και έβγαλε μόνη της διάγνωση. Είχε ενδομητρίωση. Δεν είχε πέσει έξω. Μόλις επέστρεψε στην Αγγλία μπήκε στο νοσοκομείο. Δέκα ημέρες μετά πήρε εξιτήριο χωρίς μήτρα και ωοθήκες. Και λίγο αργότερα χώρισε. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά δεν είναι, όπως έχει πει, σίγουρη ότι θα ήθελε να γίνει μητέρα. Ξέρει όμως πια πως θα ήθελε να έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει αυτή. Οχι η φύση. Δύο χρόνια μετά τον χωρισμό τους, το 1982, Χίλαρι και Τζέραλντ ξαναπαντρεύτηκαν και έφυγαν για την Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Το 1986 επέστρεψαν στην Αγγλία και ζουν μαζί μέχρι και σήμερα. Ο Τζέραλντ είναι τώρα ο μάνατζέρ της.

ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΝΟΧΗ. Τα δύο έργα που της χάρισαν τη δόξα είναι ύμνοι στην Αγγλία. Και αυτή δεν είχε νιώσει ποτέ αγγλίδα συγγραφέας. Είχε μεγαλώσει σε ένα χωριό στα βόρεια του Ντέρμπισαϊρ στο κέντρο του Νησιού. Γι’ αυτήν η Αγγλία ήταν το νότιο μέρος της χώρας, όπου ζούσαν οι Προτεστάντες. Εκείνη ήταν καθολική. Για χρόνια έμενε στο ίδιο σπίτι με τους γονείς της και τον εραστή της μητέρας της και ένιωθε πως για κάποιο λόγο φταίει αυτή. Την πρώτη φορά που εξομολογήθηκε, ως παιδί, επινόησε μια αμαρτία. «Πάτερ, είμαι τεμπέλα», είπε. Η καθολική ενοχή συνέχισε να τη συνοδεύει ακόμη και όταν έπαψε να πιστεύει στον Θεό. Οπως και στα φαντάσματα με τα οποία συνομιλούσε ως παιδί. Ισως κι αυτό εξηγεί το ταλέντο της στο ιστορικό μυθιστόρημα. Κάποιος που μιλάει με φαντάσματα κατανοεί πως οι νεκροί υπάρχουν και επηρεάζουν τους ζωντανούς.