Αν θυμάσαι τι έγινε στο Γούντστοκ, τότε μάλλον δεν ήσουν εκεί. Η φράση ειπώθηκε ως αστείο αλλά εξελίχθηκε σε διαδεδομένο αξίωμα-σχόλιο για την απώλεια μνήμης και την εν γένει διανοητική κατάσταση των θεατών του τριήμερου φεστιβάλ, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Υπάρχει επίσης και άλλη μια φράση που λέει ότι «αν όλοι όσοι ισχυρίζονται ότι βρέθηκαν στο Γούντστοκ ήταν όντως εκεί, τότε ο αριθμός των παρευρισκομένων θα ξεπερνούσε το σύνολο του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών».

Ο Ρίτσι Χέιβενς πάντως, ο άνθρωπος που άνοιξε το φεστιβάλ του Γούντστοκ όταν εμφανίστηκε στη σκηνή λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα της Παρασκευής 15 Αυγούστου του 1969, θυμόταν πολύ καλά εκείνο το πολυθρύλητο τριήμερο στα χρόνια που ακολούθησαν: «Η αγαπημένη μου ανάμνηση είναι η στιγμή που είδα όλο αυτόν τον κόσμο από τη σκηνή και κατάλαβα ότι έβλεπα κάτι που δεν νόμιζα ότι θα συναντούσα ποτέ στη ζωή μου: τη συνάθροιση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που έμοιαζε να μοιράζονται κοινό πνεύμα και κοινή συνείδηση».

Ο Χέιβενς, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή στα 72 του, ήταν ο ερμηνευτής που έφερε μια γήινη χροιά και μια μαύρη-soul ευαισθησία στο φολκ ακουστικό ιδίωμα που ήταν –και παραμένει σε μεγάλο βαθμό –υπόθεση των λευκών (και συχνά πολιτικοποιημένων) καλλιτεχνών.

Από το ξεκίνημα της καριέρας του, όταν βρέθηκε στην καρδιά της ακμάζουσας φολκ κοινότητας στο μποέμικο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, ξεχώρισε τόσο για την επιβλητική παρουσία του (το ύψος του πλησίαζε τα δύο μέτρα) όταν ερμήνευε διασκευές των Beatles με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο όσο και για το ιδιαίτερο, ρυθμικό παίξιμό του στην κιθάρα. Και για την τραχιά αλλά βαθιά μελωδική φωνή του που έμοιαζε να συνδέει αβίαστα τη μουσική παράδοση της φολκ, των μπλουζ και της γκόσπελ. «Η μουσική είναι η σημαντικότερη μορφή επικοινωνίας» είχε δηλώσει στο περιοδικό «Rolling Stone» το 1968. «Είναι μια δόνηση που αγγίζει τους πάντες, είναι το πραγματικό δελτίο ειδήσεων των ανθρώπων, ειδικά των παιδιών».

Μετά την ηχογράφηση δύο άλμπουμ για μια μικρή εταιρεία στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Χέιβενς άρχισε τη συνεργασία του με τον μάνατζερ του Μπομπ Ντίλαν, τον περιβόητο Αλμπερτ Γκρόσμαν, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά την καριέρα του. Το 1966 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Mixed Bag» και δύο χρόνια αργότερα το ψυχεδελικών επιρροών «Richard P. Havens, 1983».

«ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ!». Λίγο καιρό μετά, συμφώνησε να εμφανιστεί στο Γούντστοκ, όπου κέρδισε αμέσως το κοινό με τραγούδια που έμειναν κλασικά όπως το «Freedom» και το «Sometimes I Feel Like a Motherless Child». Δεν ήταν προγραμματισμένο να ανοίξει αυτός το φεστιβάλ, το γκρουπ των Sweetwater (μετά την εμφάνισή τους στο Γούντστοκ παρδόθηκαν στη λήθη της ροκ ιστορίας) όμως είχε κολλήσει στο χαοτικό μποτιλιάρισμα. Ενας από τους διοργανωτές αποφάσισε τότε βλέποντας το ανυπόμονο πλήθος: «Μόνο ο Ρίτσι μπορεί να το διαχειριστεί!».

Πολλά χρόνια μετά, ανακαλώντας την εμπειρία της μετάβασής του στον χώρο της συναυλίας με ελικόπτερο είχε πει: «Ηταν πραγματικά απίστευτο, σαν να ήσουν στην Τάιμς Σκουέρ της Νέας Υόρκης την παραμονή της πρωτοχρονιάς, αλλά υπό το φως του ήλιου, με διπλάσιο κόσμο και χωρίς τα κτίρια να στριμώχνουν το πλήθος». Μετά το Γούντστοκ, ο Ρίτσι Χέιβενς διατήρησε τη δημοτικότητά του –όχι μόνο ως φολκ ερμηνευτής αλλά και ως διαχρονικός υπερασπιστής των πολιτικών δικαιωμάτων –δηλώνοντας «παρών» σε όλες τις δεκαετίες που ακολούθησαν, μέχρι και το κύκνειο άσμα του, το άλμπουμ «Nobody Left to Crown», που κυκλοφόρησε το 2008.