Εντονη αντιπαράθεση είχαν χθες ο Γιώργος Μουρούτης, διευθυντής του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού, και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αφορμή ήταν η αποκάλυψη από τον πρώτο της ταυτότητας του ανώνυμου μπλόγκερ Πιτσιρίκου που είχε γράψει ένα άγριο μήνυμα στο twitter για τα θύματα των βομβιστικών ενεργειών στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι τα στοιχεία ελήφθησαν από τη Βουλή, στην οποία ο κύριος Πιτσιρίκος είχε συνάντηση με τον πρόεδρο του κόμματος Αλέξη Τσίπρα, και έθεσε θέμα ασφαλείας των προσωπικών δεδομένων των επισκεπτών της Βουλής. Ο κ. Μουρούτης ανταπάντησε ότι αυτά είναι «ψεκασμένες συνωμοσιολογίες» και ότι ο ίδιος ο μπλόγκερ είχε αποκαλύψει στο παρελθόν το όνομά του.

Η παραπάνω διαμάχη είναι, καταφανώς, περί όνου σκιάς. Ο μεν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει δικαίωμα να βλέπει όποιον, όποτε και όπου θέλει, όπως άλλωστε και οποιοσδήποτε άλλος πολιτικός αρχηγός και κάθε πολίτης. Το δε επικοινωνιακό επιτελείο της ΝΔ (που πάντως δεν ανακάλυψε και την Αμερική, ο κόσμος το ‘χε τούμπανο το όνομα του κυρίου Πιτσιρίκου) αντί να σκιαμαχεί με διάφορες αφορμές για θέματα που ξεκινούν και συνήθως τελειώνουν στους λασπωμένους βυθούς του «βαθέος Ιντερνετ», αντί δηλαδή να ομφαλοσκοπεί γύρω από «τον μελαγχολικό επαρχιωτισμό της ελληνικής Δεξιάς» (κατά την έκφραση του καθηγητή Ιστορίας Νίκου Μαραντζίδη), θα μπορούσε(;) να κάνει αισθητή την παρουσία του μέσω ενός εξωστρεφούς, έγκυρου και ουσιαστικού λόγου, όταν υπάρχει λόγος, που να ξεπερνά την καταγγελία και να μην εξαντλείται στον διάλογο με το λούμπεν. Το οποίο λούμπεν, στη συζήτηση αυτή, εκπροσωπεί ο μπλόγκερ κύριος Πιτσιρίκος.

Ο κύριος Πιτσιρίκος τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί για τη συγκρουσιακή του διάθεση και για τη σάτιρα, που τον έχουν κάνει πολύ δημοφιλή στο Διαδίκτυο. Αν όχι εξαρχής, πάντως πολύ σύντομα προσέγγισε και εκφράζει το στρατόπεδο που διακινεί αντιιμπεριαλισμό και αντιδυτικισμό γενικά, αντανακλαστικό αντιευρωπαϊσμό που εντάθηκε τα χρόνια της κρίσης, ενώ μετά την εκδήλωσή της πήρε ακραίες θέσεις εναντίον των στρατηγικών σωτηρίας της χώρας μέσα στο ευρώ, αποφεύγοντας να ταυτιστεί με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο (π.χ. την αντισυστημική Αριστερά) αλλά, αντίθετα, τσαλαβουτώντας στο ευρύτερο λεγόμενο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο. Ολα αυτά, ωστόσο, είναι αφορμές για ιδεολογική κριτική αλλά δεν συνιστούν λόγο να κατηγορείται.

Ωστόσο, το χιούμορ που παγίωσε στην πορεία, η χυδαιότητα και η επιθετικότητά του, ο συχνά συκοφαντικός τρόπος με τον οποίο απαντά σε διάφορες ευγενικές κριτικές ή σε κείμενα διαμαρτυρίας για διατυπώσεις του ή για χαρακτηρισμούς του, τον κατατάσσουν με μεγάλη ευκολία στους θιασώτες του βορβορώδους λόγου, ο οποίος δεν αντλεί τη δικαίωσή του από τα επιχειρήματα, αλλά από τα like και την αναπαραγωγή του στο βαθύ Ιντερνετ.

Θα μπορούσε κανείς να αναρτήσει και να σχολιάσει πληθώρα χυδαίων κειμένων, τσιτάτων και άλλων εξυπνάδων που εκτοξεύονται για να προστεθούν στο άφθονο κοινωνικό δηλητήριο που χύνεται καθημερινά, δίνοντας στην πραγματικότητα επιχειρήματα και νομιμοποίηση στους διάφορους Κασιδιάρηδες της δημόσιας ζωής. Πιο κραυγαλέα από αυτά είναι τα εξής τρία:

1. «Παιδιά, αν διαβάζει κάποιος άνεργος, η Marfin ψάχνει για τρεις υπαλλήλους», έγραψε στο twitter το απόγευμα της 5ης Μαΐου 2010, αμέσως μετά τον εμπρησμό από κουκουλοφόρους του υποκαταστήματος της τράπεζας στη Σταδίου και τη δολοφονία εξαιτίας της πυρκαγιάς τριών εργαζομένων. Επειδή αυτό το μήνυμα έχει επικριθεί πολύ, μάλιστα, επανήλθε με κείμενό του (1 Μαρτίου 2013), στο οποίο ισχυρίζεται ότι τον έχουν παρεξηγήσει, ότι γι’ αυτό φταίει η ΝΔ, ότι αυτός έγραψε το συγκεκριμένο σημείωμα για να στιγματίσει την κοινωνική αναλγησία για τους θανάτους: «Νομίζω πως αυτό το tweet είναι πολύ πετυχημένο και – δυστυχώς – έχει επαληθευθεί. Ηταν προφητικό. Η υπόθεση της Marfin έκλεισε την ημέρα που η Marfin κάηκε. Η Marfin βρήκε τρεις νέους υπαλλήλους, οι νεκροί ξεχάστηκαν, οι ένοχοι δεν συνελήφθησαν – αν και υπάρχουν στοιχεία, βίντεο και φωτογραφίες – και η ζωή συνεχίζεται σαν να μην έγινε τίποτα». Αυτά ισχυρίζεται.

2. Στις 15 Ιανουαρίου 2012 μία ομάδα «αγανακτισμένων» ετερόκλητων διαδηλωτών επιτέθηκε κατά ενός εστιατορίου στην Κρήτη όπου βρισκόταν η Ντόρα Μπακογιάννη. Πάταξαν πέτρες και γιαούρτια και ανάμεσα στα συνθήματα που φώναξαν προτού αποχωρήσουν ήταν και το αδιανόητο: «Σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη» – του ανθρώπου που δολοφόνησε η ομάδα Κουφοντίνα, Ξηρού κ.ά., επειδή διαφωνούσαν μαζί του πολιτικά. Την επομένη ο Πιτσιρίκος «σατίρισε πολιτικά» το συμβάν ως εξής:

«Οι γιαουρτωτές της κυρίας Μπακογιάννη φώναξαν το σύνθημα «Σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη». Θεωρώ απαράδεκτο το σύνθημα και είναι ντροπή να βεβηλώνεται η μνήμη ενός νεκρού. Το σύνθημα «Σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη» – εκτός από απαράδεκτο – είναι και περιττό. Υποθέτω πως η κυρία Μπακογιάννη θα επισκέπτεται τον τάφο πού και πού».

3. Αμέσως μετά το δολοφονικό χτύπημα της Δευτέρας στη Βοστώνη, έγραψε: «Ο Μαραθώνιος είναι επικίνδυνο αγώνισμα».

Δεν είναι αυτά μόνο τα υποδείγματα του δημόσιου λόγου του Πιτσιρίκου, που εκτοξεύονται με επιχείρημα το χιούμορ. Ενδεικτικά, για να δείτε τις μεθόδους του, θα σας παραθέσω δύο ιστορίες. Η πρώτη συνέβη τον Απρίλιο του 2012. Τότε, λοιπόν, ο κύριος Πιτσιρίκος είχε σχολιάσει την παρουσία στην τηλεόραση, στην εκπομπή του Παύλου Τσίμα, ορισμένων γνωστών με ενδιαφέρουσα δημόσια γνώμη συγγραφείς, που μίλησαν για την Αθήνα. Είχαν προσκληθεί ο Πέτρος Τατσόπουλος (μετέπειτα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ), ο Αύγουστος Κορτώ, ο Χρήστος Χωμενίδης, ο Γκασμέντ Καπλάνι. Ο Πιτσιρίκος στο μπλογκ του, υπό τον τίτλο «Οι πιο πουτάνες από τις πουτάνες», χτύπησε με οξύτητα τους συγγραφείς (χωρίς να τους κατονομάζει), γράφοντας ότι υπηρετούν διαπλεκόμενα συμφέροντα και παίζουν παιχνίδι με την εξουσία. «Θα τους δείτε στα κανάλια δίπλα σε κομψευόμενους «αριστερούς» δημοσιογράφους που […] έκαναν εισοδισμό στα ΜΜΕ των νταβατζήδων για να ανατρέψουν το σύστημα από μέσα», έγραφε. Ο Χωμενίδης, τότε, μίλησε για «κουκουλοφόρους των μπλογκ» αλλά πιο έντονα αντέδρασε ο Τατσόπουλος, ο οποίος αποκάλεσε τον κύριο Πιτσιρίκο «κατουρημένο αρουραίο» και «θρασύδειλο σκουλήκι». «Είσαι ένας καφενόβιος παπαρομαλάκας που ισχυρίζεται ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ για να τραβήξει την προσοχή ΧΩΡΙΣ ΙΧΝΟΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ», κατέληγε ο Τατσόπουλος.

Μία δεύτερη ανάλογης «αισθητικής» ιστορία έχει να κάνει με τον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα. Τον Ιούλιο του 2011 γράφτηκε σε τοίχο της Αθήνας το γκραφίτι «Το πάθος για χρήμα σε κάνει Παύλο Τσίμα». Ο Πιτσιρίκος συνεχάρη τους γκραφιτάδες, γράφοντας στο μπλογκ του ότι το εν λόγω σύνθημα ήταν δικό του, ότι το είχε λανσάρει ο ίδιος πολύ νωρίτερα. Ο Παύλος Τσίμας με μια ευγενική απάντησή του του επισήμανε ότι δεν έχει πλουτίσει από το επάγγελμά του, για να εισπράξει χαρακτηρισμούς τύπου «κακός και ατάλαντος δημοσιογράφος», «παπαγαλάκι» και διάφορα άλλα εύοσμα. «Προσωπικά, μου προκαλείτε περισσότερη αηδία απ’ ό,τι οι συνάδελφοί σας. Οι νεοφιλελεύθεροι φασίστες που έχουν κατακλύσει τα καθεστωτικά ΜΜΕ δεν προσποιούνται κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι – είναι τα δουλοπρεπή σκυλιά των αφεντικών τους», προσέθετε, διεκδικώντας προφανώς την πατρότητα μιας ακόμη από τις συνήθεις διακηρύξεις μίσους για όσους δημοσίως έχουν διαφορετική άποψη. Αυτός είναι ο στόχος του: η διαφορετική άποψη. Κι αυτά είναι τα όπλα του. Η προκατάληψη, η χυδαιότητα, η διαστρέβλωση. Το μίσος.