Οταν άρχισε η κρίση που ταλανίζει τη χώρα, το σύνθημα «η κρίση είναι ευκαιρία» φάνταζε σαν μεγάλη ελπίδα. Στα τρία χρόνια που πέρασαν ευκαιρίες εμφανίστηκαν και χάθηκαν και το σύνθημα έγινε τετριμμένο και αδειανό πουκάμισο. Το σχέδιο «Αθηνά» ωστόσο είναι μια μεγάλη ευκαιρία. Προφανής στόχος είναι η εξοικονόμηση πόρων. Ωστόσο η ουσιαστικότερη πρόκληση είναι προς όφελος της ίδιας της Εκπαίδευσης. Ανοίγουν προοπτικές για να διορθωθεί η ανορθολογική ανάπτυξη των ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης επανασχεδιάζοντας τον ακαδημαϊκό χάρτη. Δίνεται η ευκαιρία για μια ουσιαστική, επιστημολογική συζήτηση γύρω από τη φύση των επιστημονικών αντικειμένων, τη μεταξύ τους συνάφεια και την ένταξή τους σε σχολές. Μια συζήτηση που ποτέ δεν έγινε, με αποτέλεσμα τα πανεπιστήμια να αναπτύσσονται σαν «πανωσήκωμα» απρογραμμάτιστης οικοδομής.

Το άρθρο αυτό δεν έχει στόχο τη μέχρι σήμερα αποτίμηση του σχεδίου «Αθηνά». Εχει τη σχέση ανάμεσα στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και στη μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάκαμψη της χώρας. Η οικονομική και η κοινωνική ανάπτυξη ως αποτέλεσμα αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει περίτρανα αποδειχθεί από το παράδειγμα της Φινλανδίας, μιας μικρής ευρωπαϊκής χώρας με πολλές αναλογίες με τη δική μας. Στις αρχές του 1990 η Φινλανδία ήταν σε βαθιά ύφεση. Είχε χάσει μέσα σε τρία χρόνια πάνω από το 10% του ΑΕΠ της. Τότε, ανάμεσα σε άλλα μέτρα, αποφάσισε να επενδύσει σοβαρά στον μετασχηματισμό της Εκπαίδευσης ως μοχλό οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Σε μια εικοσαετία έγινε μια από τις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες, οι εκπαιδευτικοί δείκτες της είναι από τους πιο εντυπωσιακούς στον κόσμο και οι εκπαιδευτικές ανισότητες έχουν μειωθεί δραστικά. Ενας από τους βασικότερους παράγοντες του εκπαιδευτικού θαύματος της Φινλανδίας είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών. Σήμερα όλοι οι νεοδιοριζόμενοι εκπαιδευτικοί πρέπει να κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο.

Τι γίνεται όμως με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στη χώρα μας; Στο ελληνικό πανεπιστήμιο οι σπουδές στον χώρο των Επιστημών της Εκπαίδευσης είναι κατακερματισμένες και βρίσκονται είτε εκτός σχολών είτε ενταγμένες σε επιμέρους τμήματα, χωρίς να διασφαλίζεται η επιστημονική, ερευνητική και εκπαιδευτική συνέργεια μεταξύ των επιστημονικά συναφών τμημάτων.

Το βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης των σπουδών στις Επιστήμες της Εκπαίδευσης είναι ότι αντιστοιχούν στους τομείς της αγοράς εργασίας των αποφοίτων και όχι σε τομείς της επιστήμης. Οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας φοιτούν σε Παιδαγωγικά Τμήματα που ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1980 και οι της Δευτεροβάθμιας σε τμήματα των επιμέρους ειδικοτήτων (Φιλολογία, Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Βιολογία, Θεολογία κ.λπ.), χωρίς να διαθέτουν ουσιαστική διδακτική και παιδαγωγική επάρκεια.

Σε αντίθεση με άλλα επιστημονικά πεδία η Εκπαίδευση αποτελεί αντικείμενο μελέτης διαφορετικών επιστημών: της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Γλωσσολογίας, της Ιστορίας. Ο συνδυασμός της αγοράς εργασίας των εκπαιδευτικών, την οποία ορίζει το υπουργείο Παιδείας, με τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων διορισμού και της διδακτικής επάρκειας όσο και με τις παγιωμένες, ανελαστικές δομές εντός των πανεπιστημίων, κρατά τις Επιστήμες της Εκπαίδευσης απομονωμένες από τις «μητρικές» επιστήμες από όπου αντλούν τις επιστημονικές τους αφετηρίες.

Το σχέδιο «Αθηνά» είναι μια χρυσή ευκαιρία για έναν οργανωτικό μετασχηματισμό των σπουδών στην Εκπαίδευση. Για να μιλήσω για το Πανεπιστήμιο Αθηνών: δεν νοείται η δημιουργία μια νέας σχολής που θα περιορίζεται στην εκπαίδευση εκπαιδευτικών μόνο της Πρωτοβάθμιας –για τις ηλικίες δηλαδή από 4 έως 12. Μια Σχολή Επιστημών της Εκπαίδευσης θα αντιστοιχούσε στη διεθνή πρακτική μόνο εφόσον θα αφορούσε την κατάρτιση εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων και ειδικοτήτων. Εξίσου δεν νοείται μια νέα Σχολή Επιστημών της Εκπαίδευσης να βρίσκεται εκτός των Ανθρωπιστικών είτε των Κοινωνικών Επιστημών. Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε απομόνωση, απουσία διαλόγου με τις «μητρικές» επιστήμες, μαρασμό. Θα σήμαινε ότι η Πολιτεία δεν προσανατολίζεται προς την πολυαναμενόμενη μεταρρύθμιση της Εκπαίδευσης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του τόπου.

Το επιχείρημα, που συστηματικά εκπέμπεται για τις δυσκολίες στην εφαρμογή καινοτόμων προγραμμάτων στην Εκπαίδευση, είναι η ποιότητα των εκπαιδευτικών. Πώς θα αλλάξει η ποιότητα αν δεν παράγονται υψηλής ποιότητας επιστήμονες που θα στελεχώσουν τα σχολεία μας; Παράλληλα, οι διαμορφωτές της εκπαιδευτικής πολιτικής, εκτός και εντός πανεπιστημίου, καταφεύγουν στο επιχείρημα ότι τα μέλη των σχολών «δεν θέλουν τις αλλαγές». Λες και δεν είναι καθήκον τους να σχεδιάσουν, να εισηγηθούν και να καθοδηγήσουν τις αλλαγές.

Η Θάλεια Δραγώνα είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών