Μια μεγάλη μάχη στην πολιτική που έχει στόχο να ανατρέψει βαθιά ριζωμένα στερεότυπα αποδεικνύεται πιο σκληρή από οποιαδήποτε αιματηρή σύγκρουση στα πεδία του πολέμου. Και απαιτεί πιο λεπτούς χειρισμούς ακόμη και από τη δυσκολότερη διπλωματική διαπραγμάτευση για το μοίρασμα συνόρων. Αν και μεταφορικώς, για το ίδιο ακριβώς πρόκειται.

Ακριβώς μια τέτοια μάχη μάς καθήλωσε στο τελευταίο επεισόδιο του «Borgen» (ΝΕΤ, Πέμπτη και σε επανάληψη Κυριακή στις 8.00). Θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να εκληφθεί και σαν μάχη μιας φεμινίστριας πρωθυπουργού να ανατρέψει τα παλαιά στερεότυπα του αποκλεισμού ικανών γυναικών από τα κέντρα αποφάσεων. Αρχίζοντας μάλιστα με την επιβολή νόμου, σύμφωνα με τον οποίο θα έχουν οικονομικά οφέλη οι επιχειρήσεις που θα εφαρμόσουν την ποσόστωση στα διοικητικά τους συμβούλια, όσοι άνδρες τόσες γυναίκες. Οσες επιχειρήσεις δεν συμμορφωθούν θα έχουν φορολογικές επιβαρύνσεις.

Αυτός όμως ήταν ένας μάλλον συμβολικός σεναριακός καμβάς ενός επεισοδίου-πραγματείας για τους ευφυείς πολιτικούς χειρισμούς που απαιτεί η αλλαγή κατεστημένων νοοτροπιών. Εκείνων που πλέον έχουν διαποτίσει χαρακτήρες, έχουν σφραγίσει δημόσια και ιδιωτική έκφρασή τους και έχουν βρει πεδίον δόξης στο λάιφσταϊλ. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το λάιφσταϊλ συγχέεται με την πολιτική, όπως έχει γίνει και στη χώρα μας, και οι μέθοδοί του εισβάλλουν στην πολιτική έκφραση.

Γιατί σε καιρούς κρίσης που απαιτούνται ανατροπές των νοοτροπιών, οι οποίες οδήγησαν σε αυτήν, είναι ευκολότερο να εισβάλουν στην πολιτική πρόσωπα με μεθόδους λάιφ στάιλ, ευαγγελιζόμενα τάχα την ανατροπή του φθαρμένου, για να αποδειχθούν τελικώς ιδανικοί δούρειοι ίπποι για τη διαιώνισή του.

Κάπως έτσι και η Μπριγκίτε, στο φανταστικό αλλά τόσο πραγματικό και σύγχρονο «Borgen», επιλέγει να προωθήσει στη θέση της υπουργού Οικονομικών μια γυναίκα που θεωρείται επιτυχημένη στον χώρο των επιχειρήσεων, πολύ όμορφη, παντρεμένη, με τρία παιδιά, η οποία θα αναλάβει και την εφαρμογή του νόμου των ποσοστώσεων στις επιχειρήσεις. Ο πόλεμος που ξεσπάει από τον επιχειρηματικό κόσμο αναμενόμενος και άγριος.

Μπαίνουν, φυσικά, στον χορό τα μίντια, που αποκαλύπτουν ότι η νέα υπουργός στα νιάτα της έκανε μόντελινγκ και ειδικευόταν στα εσώρουχα. Αλλά για την πρωθυπουργό, που την επέλεξε, δεν αποτελεί αυτό ψόγο, ούτε ότι ο στενός συνεργάτης της και αρμόδιος για τη σχέση της κυβέρνησης με τα μίντια γλυκοκοιτάζει την υπουργό, ούτε καν ότι είχε μια εφήμερη σχέση με τον άνδρα της στα νιάτα τους, όταν ήταν συνεργάτες στην ίδια μεγάλη εταιρεία. Με έναν έξοχο τρόπο η Μπριγκίτε δείχνει πως η πολιτική είναι ευρύτερη από τα προσωπικά της.

Εκείνο όμως που την κάνει έξαλλη και αποφασίζει να καθαιρέσει την όμορφη υπουργό, στην οποία είχε επενδύσει την πεμπτουσία της πολιτικής της, είναι η αποκάλυψη ότι έχει πει ψέματα για τις σπουδές της. «Για να πάρω τις καλές θέσεις», δικαιολογείται, «έκανα ό,τι ακριβώς κάνουν και τόσοι άχρηστοι άνδρες». Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. «Δεν μου χρειάζεται ένας ακόμη άχρηστος «άνδρας»» είναι η κοφτή απάντηση της Μπριγκίτε.

Κάθε σκηνή μοιάζει να αποτελεί από μόνη της ολόκληρη αφήγηση για τον κόσμο της πολιτικής, για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, για τη διαπλοκή, για το τι είναι το καινούργιο στην πολιτική, τι είναι το ήθος και τι η απάτη. Συμπέρασμα; Οσο δίκαιος κι αν είναι ένας νόμος, δεν μπορεί να ανατρέψει τα βαθιά ριζωμένα στερεότυπα με βάση τα οποία διαμορφώθηκαν οι ρόλοι στο σύστημα λειτουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Απαιτούνται λεπτοί χειρισμοί και επιδέξιοι ελιγμοί για να μη χαθεί ο πόλεμος για την αλλαγή των νοοτροπιών σε μικρές μάχες που δόθηκαν απρόσεκτα.