Μια τηλεοπτική σειρά επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη σχέση ποιότητας της δημοσιογραφίας και ποιότητας της δημοκρατίας, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία το μένος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δοκιμάζει τις αξίες του δημοκρατικού πολιτισμού. Ανήκει άλλωστε στην αμερικανική κουλτούρα αυτή η μέθοδος διαπραγμάτευσης των μεγάλων ζητημάτων, όπως και των μεγάλων «τραυμάτων» της δημόσιας ζωής.

Κεντρικός χαρακτήρας της ένας δημοσιογράφος βγαλμένος από τους ηρωικούς μύθους της αμερικανικής δημοσιογραφίας που άφησε πίσω της η εποχή του Μάροου και επ’ ολίγον αναβίωσε η εποχή των Επστάιν και Γούντγουορντ, που υπέγραψαν την πτώση του Νίξον αποκαλύπτοντας την υπόθεση Γουοτεργκέιτ.

Ισως γι’ αυτό το «Newsroom» του Ααρον Σόρκιν (προβάλλεται στη χώρα μας από τη Nova) με πρωταγωνιστή τον Τζεφ Ντάνιελς στον ρόλο του Γουίλ ΜακΑβόι, του δημοσιογράφου-Δον Κιχώτη (το λέει ο ίδιος σε μια σκηνή) ξεπέρασε τα όρια μιας τηλεοπτικής σειράς και έγινε επίκεντρο αναλύσεων, δίχασε τους κριτικούς, δέχθηκε επιθέσεις από δημοσιογράφους μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων («δεν θα μας πει ένας σκηνοθέτης πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας»), αλλά και ενθουσίασε πολλούς γιατί θυμίζει αρχές της ενημέρωσης που παραμερίστηκαν στην εποχή της τηλεοπτικής τεχνολογίας χάριν του κυνηγητού των εύκολων εντυπώσεων και της ταχύτητας της πληροφορίας.

Είναι γεγονός πάντως ότι στο μοντέλο δημοσιογραφίας του ΜακΑβόι, αποτέλεσμα της έμπνευσης του Σόρκιν, διακρίνονται όλα τα στοιχεία εκείνης της ηρωικής μυθολογίας για τη δημοσιογραφία, που διαμορφώθηκε από τα αμερικανικά δίκτυα την εποχή που επέλεγαν τους δημοσιογράφους-σταρ τους με στόχο να ανταποκρίνονται σε μόρφωση και στράτευση στις αξίες της μεγάλης, ανερχόμενης μεσαίας τάξης των Αμερικανών. Εκείνης, που έσπευδε στα πανεπιστήμια, επένδυε στο «αμερικανικό όνειρο» των ίσων ευκαιριών. Εξού και τα πρότυπά της, οι δημοσιογράφοι-σταρ των μεγάλων καναλιών έπρεπε να αντανακλούν τη δική της εξέλιξη και πρόοδο. Συντηρητικοί μεν, αλλά αδέκαστοι, όπως ο Μάροου και ο Κρονκάιτ, που δεν δίσταζαν να αποκαλύψουν τις ρωγμές του πολιτικού κατεστημένου. Λίγο αργότερα έμελλε να τα σαρώσει όλα αυτά η επιβολή νέων κανόνων από την αγορά της διαφήμισης. Η κατανάλωση ήθελε «λιγότερο πολίτες» και «περισσότερο καταναλωτές» τους Αμερικανούς.

Ωστόσο ο Σόρκιν δεν καθηλώνεται στη νοσταλγία για εκείνη την εποχή. Με φόντο ένα φανταστικό, ενημερωτικό κανάλι, τύπου CNN, με κεντρικό χαρακτήρα τον παρουσιαστή-σταρ Γουίλ ΜακΑβόι, αλλά και με έμφαση στους δεύτερους ρόλους και δη τους γυναικείους, θέτει ένα προς ένα όλα τα προβλήματα της σύγχρονης δημοσιογραφίας, όλα τα προβλήματα της τηλεοπτικής αγοράς-της-πληροφορίας.

Γιατί δεν είναι μόνο ότι στους μακροσκελείς, είναι αλήθεια, αλλά ηλεκτρισμένους, έξυπνους διαλόγους των δημοσιογράφων του φανταστικού «Newsroom» τίθενται θέματα όπως το ύφος και το περιεχόμενο της δημοσιογραφικής ενημέρωσης στην εποχή του Ιντερνετ. Ή ακόμη το πάντα επίκαιρο –περισσότερο στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη –για τον ρόλο των γυναικών δημοσιογράφων, που η επιβίωση του φαλλοκρατικού στερεότυπου στις επιχειρήσεις ενημέρωσης τις αποκλείει από τη μαχητική δημοσιογραφία. Η πρωτοτυπία του Σόρκιν είναι ότι σε όλες αυτές τις συζητήσεις προσθέτει ακόμη μία πιο «καυτή», για τη διαφήμιση. Πώς θα την αξιοποιήσουν οι άνθρωπο του «Newsroom», πώς θα την ιεραρχήσουν, πώς δεν θα υποκύψουν στις εμπορικές πιέσεις.

Αγγίζει το «τραύμα» της αμερικανικής δημοσιογραφίας –και όχι μόνο –που άνοιξε με την απόσυρση του Μάροου κατόπιν υποδείξεων των διαφημιστικών κεφαλαίων και διευρύνθηκε, αν και κανείς δεν μιλάει ανοιχτά πλέον για αυτό, όταν οι αναμεταδόσεις των άγριων εικόνων από τα μέτωπα του Βιετνάμ καθήλωναν την Αμερική μπροστά στις οθόνες, αλλά και τα κέρδη από τις διαφημίσεις ενθουσίαζαν τις καναλικές επιχειρήσεις. Αρχικώς μπορεί τα ρεπορτάζ του πολεμικού τρόμου με τις φωτιές από τις ναπάλμ, τους καπνούς και τους νεκρούς να ενεργοποίησαν τις συνειδήσεις των πολιτών και να ενίσχυσαν τα κινήματα ειρήνης, αλλά λίγο αργότερα ο κυνισμός της αγοράς θα καθιέρωνε το κυνήγι της εντύπωσης, του τρόμου και του αίματος, στη θέση της δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας.

Αλλά η κριτική στον μιντιακό κυνισμό του «Newsroom» μοιάζει να κλείνει το μάτι στις σπουδαίες ταινίες που διαμόρφωσαν τον μύθο της αντίστασης των δημοσιογράφων στην εξουσία από τον Πάκουλα («Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου») έως τον Λιούμετ («Network»).