Οταν πριν από δύο χρόνια ένα στα δύο σπίτια βούρκωνε με τα έργα και τις ημέρες των εκτοπισμένων του τηλεοπτικού «Νησιού», λίγοι θα είχαν προσέξει ότι η βραχνή φωνή της Ανδριάνας Μπάμπαλη που ακουγόταν με τους τίτλους τέλους, τραγουδώντας με μοναδική γλυκύτητα και εσωτερικότητα το «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου», δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνει τους ίδιους στίχους που έλεγε κάποτε (1950) η Σωτηρία Μπέλλου στο ρεμπέτικο τραγούδι «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου» που είχε γράψει πριν από 60 χρόνια ο Σπύρος Περιστέρης. Η πραγματικά πετυχημένη μεταφορά του τραγουδιού στο παρόν, μέσα από μια ματιά που φέρνει στο φως εντελώς διαφορετικά συναισθήματα, έγινε από τον Μίνωα Μάτσα και χάριν της επιτυχίας της σειράς κατάφερε όχι μόνο να φτάσει σε δεκάδες χιλιάδες αυτιά αλλά και να καταγραφεί.

Οχι ότι αυτό είναι πλέον καμιά τεράστια καινοτομία ως ιδέα. Ζούμε σε μια εποχή που λατρεύει την επιστροφή στο παρελθόν, ίσως γιατί το παρόν λένε – θα το ακούτε συχνά αυτό – δεν γεννάει μεγάλα τραγούδια. Αν εξαιρέσουμε βέβαια τη μόδα που επικρατεί τον τελευταίο καιρό και σχεδόν ωθεί κάθε ευυπόληπτο εργάτη της μουσικής να βάλει τα τραγούδια στο… μίξερ ανακατεύοντας ήχους, εποχές, είδη μουσικά (βλέπετε Βέμπο με ηλεκτρονικό μπιτ από τους Imam Baildi ή τσιφτετέλι με τρανς και ρέιβ από τους Burger Project, «Τσιγγάνα» με ηλεκτρικό ήχο από την ανερχόμενη Ματούλα Ζαμάνη κ.λπ.), τάση επιστροφής στα περασμένα υπήρχε πάντα, ακόμη και στις πιο ενδιαφέρουσες και δημιουργικά γεμάτες εποχές. Τι έκανε λόγου χάριν ο Χατζιδάκις στα τέλη του ’40, όταν ανακάλυψε ξανά το ρεμπέτικο ή η γενιά της Μεταπολίτευσης όταν έκανε ρεκόρ πωλήσεων με Ακη Πάνου και Τσιτσάνη (Tα Παιδιά απ’ την Πάτρα). Για να μην αναφερθούμε σε πιο πρόσφατες «νέες» επιτυχίες από γκρουπ όπως οι Onirama που βασίστηκαν σε επανεκτελέσεις του ’70 (όπως το «Το ξέρω θα ‘ρθείς μια μέρα να με ξαναβρείς» του Μάικ Ροζάκη) ή νέες φωνές όπως της Ελεωνόρας Ζουγανέλη, μία από τις τελευταίες επιτυχίες της οποίας είναι το «Μακριά μου να φύγεις» του Πάνου Γαβαλά. Ας μην ξεχνάμε ότι φωνές όπως της Μελίνας Ασλανίδου μάς συστήθηκαν κάποτε (2001) με τραγούδια του χθες, όπως ήταν το «Τι σου ‘κανα και πίνεις» Πλέσσα – Παπαδόπουλου, φέρνοντας στο φως ένα τραγούδι που δεν είχε την ανάλογη επιτυχία τότε, αν και τραγουδισμένο από την Πόλυ Πάνου.

Σίγουρα είναι ανεξάντλητη η πηγή της «ανακατασκευής» ή της δεύτερης ζωής των τραγουδιών, κυρίως στη δική μας μουσική ιστορία. Από τα χρόνια του Αττίκ και των ομοϊδεατών του, η Ελλάδα της οπερέτας και του τανγκό προσπαθούσε να βάλει «ευρωπαϊκό ένδυμα» φέρνοντας στα μέτρα της κυρίως ισπανόφωνα, γαλλικά και ιταλικά τραγούδια, δίνοντά τους και «φλερ» ελληνικό. Αλλά έτσι θα πάμε πολύ μακριά. Αλλωστε το παρόν προσφέρει πολλά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στη σεζόν που ακόμη δεν έχει κλείσει. Η Ελεονώρα Ζουγανέλη τραγούδησε Ξαρχάκο στον κήπο του Μεγάρου, ο Vassilikos, από τους πρώτους διδάξαντες στο κύμα της αγγλόφωνης ποπ που σκέπασε τη χώρα τα τελευταία χρόνια, διασκεύασε και παρουσιάζει Τσιτσάνη (σήμερα στον κήπο του Μεγάρου), ο Θάνος Μικρούτσικος ενορχήστρωσε εκ νέου την «Κατάσταση πολιορκίας» του Μίκη Θεοδωράκη και ο Σαββόπουλος επιλέγει Χατζιδάκι για να εμφανισθεί στο Ηρώδειο (1η Οκτωβρίου) με 27 τραγούδια που θα έχουν περάσει μέσα από τις ενορχηστρωτικές προτάσεις της Βάσως Δημητρίου και της λοιπής ομάδας των μουσικών του – Γιώτης Κιουρτσόγλου, Γιάννης Αναστασάκης, Καλλίστρατος Δρακόπουλος, Τάκης Φαραζής – συν τη συμβολή της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων.

Οι σταθερές αξίες επιβιώνουν

Σε μέρες δύσκολες, σε εποχές που καταργείται το αυτονόητο και υποτιμώνται τα πάντα, ο Σαββόπουλος διαλέγει τη σταθερή αξία ενός συνθέτη-συμβόλου – όχι μόνο μουσικού αλλά και ηθικού. «Γιατί τραγουδώντας Χατζιδάκι νιώθεις ευγενέστερος» λέει. Και αυτό από μόνο του σήμερα μοιάζει αρκετό… Δεν ξέρουμε αν κάτι από τη δουλειά αυτή μπορεί μελλοντικά να αφήσει το σημάδι της στη μουσική μας ιστορία (ο Σαββόπουλος κάποτε έφερε τον Ντίλαν στα μέτρα του – «Ο Παλιάτσος και ο Ληστής» – και αργότερα Κέιβ, Μόρισον, Ντίλαν, Ντάλα κ.ά. στον δίσκο του «Ξενοδοχείο»), σίγουρα όμως αναδεικνύεται διαφορετικά ο Χατζιδάκις περασμένος από τη μηχανή του χρόνου.

Πολυδιασκευασμένος και αιωνίως επίκαιρος, έδωσε λαβή για ηλεκτρονικές περιπλανήσεις μέσα από τη ματιά του Κωνσταντίνου Βήτα στο CD «Τransformations» (2006). «Οχι διασκευές, ούτε επανεκτελέσεις, προσπάθησα να μεταφέρω απόηχους και να δημιουργήσω τοίχους μουσικής» είπε τότε ο ίδιος, διευκρινίζοντας ότι αυτό που θα ακούγαμε, έχοντας αφορμή το υλικό του Χατζιδάκι, ήταν ουσιαστικά ένα νέο έργο, με έντονη τη δική του σφραγίδα. Νέο Χατζιδάκι, όμως, με τζαζ προσέγγιση ακούσαμε πέρυσι και πρόπερσι και από τον πιανίστα Δημήτρη Καλαντζή και το κουιντέτο του – τα λάιβ που έγιναν και ο δίσκος που προέκυψε θεωρήθηκαν ένας μικρός θρίαμβος για τα δεδομένα της εποχής. Η αφετηρία για το πρότζεκτ; Eκτός του ότι ήθελε να φέρει το ελληνικό κοινό «πιο κοντά στην τζαζ, μέσα από ένα γνωστό και αγαπημένο ρεπερτόριο», υπήρχε και η καθαρά μουσική πρόκληση. «To δύσκολο είναι» έλεγε στα «ΝΕΑ», «να πιάσεις την εσωτερική διάθεση των κομματιών, το «μουντ» τους και να το εκφράσεις σε μια άλλη γλώσσα. Και μάλιστα σε κομμάτια που δεν έχουν καμία σχέση με τζαζ».

Με Χατζιδάκι και το αγγλόφωνο έργο του «Reflections» είχε ασχοληθεί πριν από μερικά χρόνια και ο Vassilikos. Ολος ο λυρισμός και η ευαισθησία αυτού του μοναδικού έργου που πάντρευε τόσο τέλεια την υπό διαμόρφωση ποπ νοοτροπία της μουσικής των 60s με το κλασικό ύφος του Χατζιδάκι βγήκαν «λαμπερά» μέσα από τη μελωδικότητα και τη γλυκύτητα της νέας ηχογράφησης που έκανε ο πρώην τραγουδιστής των Raining Pleasure, έργο που ουσιαστικά τον έκανε γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό. Αν και δεν άλλαξε δραματικά ο ήχος και το ύφος της αρχικής ηχογράφησης, ήρθε στο φως ξανά ένας δίσκος τόσο φρέσκος που ήταν σαν να γράφτηκε χθες. Δεν είναι ίδιο το κίνητρο τώρα που ανέλαβε την πρόκληση Τσιτσάνη, αν και η μελωδία Τσιτσάνη είναι κίνητρο.

«Μελωδίες και αρμονίες» διευκρινίζει. «Ναι μεν απλές και λαϊκές αλλά με τεράστιο βάρος. Θέλω πολύ να ψάξω τα μικρά διαμαντάκια που θεωρώ ότι λόγω εποχής και αισθητικής καταπιέστηκαν μέσα στην ενορχήστρωση ή την ηχογράφηση. Υπάρχει πάντα η αίσθηση ότι ξανασυστήνεις κάτι στον κόσμο».

Η νέα σκηνή…

Eίναι και αυτό σημάδι των καιρών μας. Η νέα γενιά ελλήνων μουσικών φαίνεται να απεχθάνεται τον καθωσπρεπισμό των «εστέτ» έντεχνων και των «δευτεροκλασάτων» της πίστας, τις διαχωριστικές ελληνικό – ξένο, ανατολίτικο – δυτικότροπο, ρετρό και νέο. Αν κάποτε μας φαινόταν περίεργο να ακούμε τα σαμπλ της φωνής της Δανάης Στρατηγοπούλου από το «Αν ερχόσουν για λίγο» μέσα στις ηλεκτρονικές συνθέσεις του Αλέξη Καλοφωλιά και του Θάνου Αμοργιανού (2002) ή τη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου και της Δήμητρας Γαλάνη στα «πειραγμένα» βία «ελεκτρόνικα» έντεχνα του χθες (από τους μετρ του είδους Μιχάλη Δέλτα και Κωνσταντίνο Βήτα) σήμερα έχει γίνει σχεδόν mainstream να χορεύουμε Locomondo μέσω της Αλέξιας – «Τα κορίτσια ξενυχτάνε με ένα μυστικό οο…» -, να χαιρόμαστε τα τζάζι «Παιδιά του Πειραιά» στα λάιβ των Pink Martini ή να κουνιόμαστε ρυθμικά με τις «Ακρογιαλιές δειλινά» του Τσιτσάνη, όπως τις φαντάστηκε ο ηλεκτρονικός επεξεργαστής των Imam Baildli. Ρετρομάνια να το πούμε αυτό; Tάση επιστροφής στις σταθερές αξίες;

Aν ήσασταν όμως στα λάιβ της πιο καυτής μπάντας της εποχής μας, της Burger Project, θα δίνατε αμέσως την απάντηση: τo «Take my Breath away» με κλαρίνο στην έναρξη, το «Love is a burning flame» σε εκδοχή ska, όλα τα καλά χωρούν παντού – τρανς, ρέιβ, ρέγκε, παραδοσιακό ρεμπέτικο και τσιφτετέλι εις σάρκα μίαν – κυριολεκτικά…