Ενας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε αυτή την εβδομάδα από την Ευρώπη. Η αιτία δεν ήταν οι καλύτερες επιδόσεις των βασανισμένων και καταχρεωμένων χωρών του Νότου, αλλά οι σημαντικές αποφάσεις που ελήφθησαν στις πλούσιες βόρειες χώρες οι οποίες δεν χρωστούν και όπου ο σκεπτικισμός για το κοινό νόμισμα είναι έντονος. Την Τετάρτη, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας βρήκε έναν τρόπο για να διακηρύξει ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας είναι νόμιμος, ανοίγοντας τον δρόμο για την ανακεφαλαιοποίηση προβληματικών τραπεζών καθώς και κρατών. Και οι Ολλανδοί ψήφισαν τα συστημικά κόμματα στις βουλευτικές εκλογές επιλέγοντας να μην παρασυρθούν από τα κόμματα που θέλουν να εγκαταλείψουν το ευρώ. Σε συνδυασμό με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να θέσει σε επανεκκίνηση το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων υπό τον όρο της λήψης νέων μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενέργεια που είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν τα επιτόκια των ιταλικών και των ισπανικών ομολόγων, οι ευρωπαίοι ηγέτες μπορούν να αρχίσουν να αισθάνονται ότι τα χειρότερα πέρασαν στην κρίση του ευρώ – τουλάχιστον για τώρα.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλά. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σοβαρά προβλήματα και πιθανότατα θα χρειαστεί περισσότερα χρήματα. Η απόφαση για το πότε και πώς θα δοθεί στην Αθήνα ακόμη ένα δάνειο για να μη βυθιστεί δεν έχει ληφθεί ακόμη. Οι Γερμανοί εξακολουθούν να ανησυχούν ότι με τις αποφάσεις της η ΕΚΤ θα τυπώσει στην πραγματικότητα χρήμα αλλά και ότι θα μαζέψει μεγάλες ποσότητες επισφαλών ομολόγων. Επιπλέον, ορισμένες χώρες, και ιδιαίτερα η Γερμανία, εμφανίζονται επιφυλακτικές απέναντι στον μηχανισμό και στην κλίμακα εύρους ενός ευρωπαϊκού ρυθμιστή του τραπεζικού συστήματος σκοπός του οποίου θα είναι η αποτροπή μιας άλλης κρίσης. Επειτα, παρατηρείται ένα σημαντικό χάσμα απόψεων σχετικά με το εύρος της πολιτικής και της φορολογικής ολοκλήρωσης – για να μην πούμε ένωσης. Σε ομιλία του την Τετάρτη, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο έκανε λόγο για «κοινή κυριαρχία» και μια Ευρωπαϊκή Ενωση «ομοσπονδία εθνών-κρατών που θα αντιμετωπίζει τα κοινά μας προβλήματα μέσω του διαμερισμού της κυριαρχίας με τέτοιον τρόπο ώστε κάθε χώρα και κάθε πολίτης να είναι καλύτερα εφοδιασμένοι για τον έλεγχο της μοίρας τους».

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ. Οι αλλαγές αυτού του μεγέθους θα απαιτούσαν αναθεώρηση των συνθηκών, πράγμα που σημαίνει κάποιες δύσκολες ψηφοφορίες σε εθνικά κοινοβούλια ή δημοψηφίσματα. Η Γερμανία θέλει η αλλαγή της συνθήκης να επικυρωθεί από δημοψήφισμα, αλλά η Γαλλία, ακόμη και με έναν σοσιαλιστή πρόεδρο, δεν φαίνεται πολύ πρόθυμη να θυσιάσει τόσο πολλή κυριαρχία. Το 2005 το σύμφωνο του ευρωπαϊκού συντάγματος δίχασε τους γάλλους σοσιαλιστές. Ο Φρανσουά Ολάντ το στήριξε αλλά ο Λοράν Φαμπιούς, σημερινός υπουργός Εξωτερικών, όχι. Και η πρόταση ηττήθηκε κατά κράτος στο δημοψήφισμα, καταδικάζοντας το Σύνταγμα. Υπάρχει, επομένως, έντονη επιφυλακτικότητα στο Παρίσι για μια τέτοια ολοκλήρωση. Ανάλογη είναι η κατάσταση και στην Ολλανδία. Ο Πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ένας από τους λίγους ευρωπαίους ηγέτες που πέτυχαν την επανεκλογή τους στη διάρκεια της κρίσης, δεν ενθουσιάζεται με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αντιτίθεται σε κάθε περαιτέρω απώλεια της ολλανδικής κυριαρχίας και χλεύασε την ευρωπαϊκή σημαία στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, σε μια επιτυχή προσπάθεια να αποσπάσει ψήφους από την ακροδεξιά του Γκέερτ Βίλντερς, ο οποίος ήταν σύμμαχός του στην απερχόμενη κυβέρνηση. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Μαρκ Ρούτε αρνείται περαιτέρω βοήθεια στην Ελλάδα.