Η ιδιαίτερα έντονη ξηρότητα της βλάστησης που ήρθε φέτος 10-15 ημέρες νωρίτερα λόγω των μεγάλων καυσώνων σε συνδυασμό με τους πολύ δυνατούς ανέμους, κάνουν τους ειδικούς να κατατάσσουν τη φωτιά της Χίου στην κατηγορία των μεγαπυρκαγιών – δηλαδή των πυρκαγιών εκείνων που λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών τους δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά από τις δυνάμεις πυρόσβεσης.

Οπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, ερευνητής δασολόγος – ειδικός στις δασικές πυρκαγιές, ήδη από τον Ιούνιο υπήρχαν ενδείξεις ότι στο φετινό καλοκαίρι η κορύφωση της ξηρότητας της βλάστησης φέτος θα ήταν πρόωρη. «Στις 20 Ιουλίου οι μετρήσεις μας έδειξαν ότι η ξηρότητα είχε φτάσει τα επίπεδα του Αυγούστου και είναι γνωστό ότι με τη λεπτή ξερή βλάστηση η φωτιά μεταφέρεται πολύ γρηγορότερα. Επιπλέον, οι δυνατοί άνεμοι τη νύχτα που άρχισε η πυρκαγιά, ενώ μάλιστα δεν μπορούσαν να δράσουν τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης, της έδωσαν ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις. Πιστεύω ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την πρώτη και τη δεύτερη ημέρα «δείχνουν» μεγαπυρκαγιά», αναφέρει ο ερευνητής του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «Δήμητρα» και εξηγεί ότι υπάρχουν μέθοδοι για να περιοριστούν τέτοιου είδους φωτιές – αρκεί βέβαια να υπάρχει γνώση και ειδικευμένο προσωπικό.

ΚΩΔΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Από το 2007 μερίδα της επιστημονικής κοινότητας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις μεγαπυρκαγιές, τις φωτιές με θερμοκρασίες που μπορεί να φτάσουν έως και τους 1.000 βαθμούς Κελσίου και που δημιουργούν τις δικές τους καιρικές συνθήκες, «πυροδοτώντας» ακόμα και ανεμοστρόβιλους λόγω των υψηλών ταχυτήτων των ανέμων που αναπτύσσονται στην καρδιά της μεγαπυρκαγιάς. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι προκαλούνται εν μέρει από την ξηρασία και τις υψηλές θερμοκρασίες λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, καθώς και από την τεράστια συσσώρευση καύσιμης δασικής ύλης η οποία μπορεί να φτάσει ακόμα και τους 10 τόνους «προσανάμματος» ανά στρέμμα. Στις συγκεκριμένες πυρκαγιές οι φλόγες ξεπερνούν σε ύψος τα 20 μέτρα, δημιουργούν τους δικούς τους ανέμους και συνήθως απανθρακώνουν εκτάσεις δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων. Μια τέτοια μεγαπυρκαγιά προκάλεσε ανεμοστρόβιλο κοντά στην Καμπέρα στην Αυστραλία το 2003.

«Οταν επικρατούν πολύ δύσκολες συνθήκες και δεν μπορούμε να δράσουμε αποτελεσματικά με εναέρια μέσα, ενεργούμε μακριά από το μέτωπο της φωτιάς ώστε να έχουμε εκεί το πλεονέκτημα. Αυτή η μέθοδος ονομάζεται έμμεση προσβολή και απαιτεί πέρα από τις αντιπυρικές ζώνες και το «αντίπυρ», την αντιμετώπιση της φωτιάς με φωτιά. Για να εφαρμοστεί όμως η συγκεκριμένη μέθοδος χρειάζεται να γνωρίζουμε πού βρίσκεται το μέτωπο της πυρκαγιάς και προς τα πού κινείται. Απαιτεί ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο και, φυσικά, τους ανθρώπους με τις γνώσεις για να το καταρτίσουν», επισημαίνει ο δρ Ξανθόπουλος που έχει δημιουργήσει στην ηλεκτρονική διεύθυνση του Ινστιτούτου Μεσογειακών Οικοσυστημάτων ειδική ιστοσελίδα με πληροφοριακό υλικό για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών (www.fria.gr/prolipsi/index.html).

Στην Ελλάδα η πρώτη αναφορά του «αντίπυρος» εντοπίζεται σε δασολογικό σύγγραμα του 1925 και δεν είναι λίγες οι φορές που δασάρχες το χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά για να κατασβέσουν πυρκαγιά. Ωστόσο, η συγκεκριμένη μέθοδος είναι παράνομη και μάλιστα, δασικοί υπάλληλοι έχουν παραπεμφθεί σε δικαστικές αρχές επειδή επιχείρησαν να σβήσουν φωτιά με αυτό τον τρόπο.

ΠΥΡΙΝΗ ΛΙΣΤΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών για τις Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), από τις 18 έως και τις 20 Αυγούστου η φωτιά της Χίου έκανε στάχτη 145.890 στρέμματα, κατατάσσοντάς την στην τρίτη μεγαλύτερη που έλαβε χώρα φέτος στον ευρωπαϊκό χώρο. Στην κορυφή της «πύρινης» λίστας βρίσκεται η πυρκαγιά που ξέσπασε στα τέλη Ιουνίου στη Βαλένθια στην Ισπανία και κατέκαψε σχεδόν 325.000 στρέμματα, ενώ τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει η φωτιά του Αλγκάρβε στην Πορτογαλία με 264.420 στρέμματα.