«Στης Σάμος τα περίχωρα, σ’ ένα χωριό στον Κέρκη, / μια νύχτα τ’ αποσπάσματα ανοίξανε τουφέκι. / Οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες δωδεκάδες, / να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες…».

Αυτό το τσάμικο του ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα ηχογραφήθηκε το 1936 και τραγουδιέται ευρύτατα ακόμα και σήμερα. Θέμα του, ένα επεισόδιο από την αποσιωπημένη ελληνική Ιστορία των αρχών του 20ού αιώνα, όπου διασταυρώνονται η αφύπνιση της παραδοσιακής κοινωνίας και οι πρώτες (αιματηρές) απόπειρες εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους. Πρωταγωνιστές οι αδελφοί Γιαγά (και όχι Γιαγιά), οι έλληνες Ρομπέν των δασών: νοικοκυραίοι, εγγράμματοι, παλικάρια, πρωτεργάτες ένοπλων αγροτικών κινημάτων που εκδηλώθηκαν στη Σάμο στα χρόνια μετά την ένωσή της με το ελληνικό κράτος (1912), «ληστοφυγόδικοι» που κέρδισαν τη συμπαράσταση της «φρόνιμης» κοινωνίας και τελικά ενσωματώθηκαν στις τάξεις της, έχοντας όμως συμβάλει καθοριστικά προηγουμένως στην πολιτικοποίηση του ντόπιου πληθυσμού. Η συναρπαστική ιστορία τους εκτυλίσσεται σαν ντοστογιεφσκικό μυθιστόρημα, με φλογερούς ήρωες γεμάτους ανησυχίες, που καβαλάνε το κύμα τής κάθε εποχής και μας προκαλούν να προβληματιστούμε για το τι είναι δίκαιο και τι άδικο στα διαφορετικά αξιακά συστήματα, στις διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες. Η ίδια περιπέτεια γίνεται όμως σήμερα και αντικείμενο μιας γλαφυρής κοινωνιολογικής μελέτης που συνομιλεί με το έργο του μαρξιστή ιστορικού Ερικ Χόμπσμπομ, σχετικά με τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους μια προσωπική ανταρσία με ιδιοτελή κίνητρα μετασχηματίζεται σε συλλογικό κίνημα. Τίτλος της μελέτης, «Από τον ληστή στον αντάρτη – Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο, 1914-1925» (εκδόσεις Νήσος) και συγγραφέας της ο 42χρονος Νίκος Βαφέας, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Γιος του εκλεκτού κινηματογραφιστή Βασίλη Βαφέα, με θητεία βοηθού σκηνοθέτη και ηθοποιού στα πλατό και διπλώματα Ιστορίας – Κοινωνιολογίας από την Αθήνα, το Παρίσι και τη Φλωρεντία, εργάζεται πάνω σε αυτή την υπόθεση 14 χρόνια, σκαλίζοντας αρχεία αλλά και συναντώντας μάρτυρες της εποχής. Μέχρι και απογόνους των Γιαγάδων!

Ξακουστοί ληστές υπήρξαν πολλοί στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ού αιώνα – χαρακτηριστικοί οι Ρετζαίοι, οι Τζατζάδες, ο Γιαγκούλας ή ο Νταβέλης. Ομως εκείνοι, ακόμη και όταν έκαναν απαγωγές πλούσιων και ισχυρών ζητώντας λύτρα, ποτέ δεν έδωσαν κοινωνικό στίγμα στη δράση τους. Αντίθετα οι Γιαγάδες, όταν η Σάμος έχασε τη διοικητική αυτονομία της ως «Ηγεμονίας» (1834-1912) και πέρασε από την επικυριαρχία του Σουλτάνου σε εκείνην του νεοελληνικού κράτους, πάτησαν πάνω στην ευρεία λαϊκή δυσαρέσκεια και στην πολλαπλή επιδείνωση των συνθηκών ζωής (η Σάμος μεταμορφώθηκε σε «πάτο του πηγαδιού») και πολιτικοποίησαν τη δράση τους θέτοντας συλλογικά αιτήματα με κοινωνικό όραμα.

Οπως όμως και ο πλέον διάσημος «κοινωνικός ληστής» του 20ού αιώνα, ο Σικελός Σαλβατόρε Τζουλιάνο (1922-1950), έτσι και οι τέσσερις Γιαγάδες είχαν πάντα διφορούμενη σχέση με τις σύγχρονες πολιτικές ιδεολογίες, επισημαίνει ο συγγραφέας. Ενώ είχαν υποστηρίξει την ένωση με την Ελλάδα, δεν έπαψαν να φλερτάρουν με το αυτονομιστικό πρόταγμα και έφτασαν μάλιστα το 1925, όταν κατέλαβαν για λίγο ολόκληρο το νησί, να ανακηρύξουν την «Ανεξάρτητη Δημοκρατία Σάμου». Με την ίδια ευχέρεια, φλέρταραν με τη φιλοβασιλική ιδεολογία κατά τον Εθνικό Διχασμό, και με την κομμουνιστική Αριστερά κατά τη δεκαετία του ’30, υπερασπίζοντας τις διεκδικήσεις της φτωχολογιάς της υπαίθρου δίπλα σε εκείνες των εργατών στις πόλεις, για να καταλήξουν μετά το 1935 να ενταχθούν ενεργά (οι επιζήσαντες Γιάννης και Κίμωνας) στη «νομιμότητα της εθνικοφροσύνης». Παρότι όμως οι ίδιοι ως πρόσωπα έδειξαν καιροσκοπισμό, τα αποτελέσματα της δράσης τους, εξηγεί ο Βαφέας, αποδείχθηκαν σημαντικά για την κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση των ευρύτερων στρωμάτων στο πλαίσιο του νεωτερικού ελληνικού κράτους.