Εκτός από την πώληση μονάδων της ΔΕΗ σε ιδιώτες, η κυβέρνηση επεξεργάζεται και άλλα μεταβατικά σχέδια, πιο άμεσης εφαρμογής, για την ανάπτυξη ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού, δηλαδή να σπάσει το μονοπώλιο που έχει η ΔΕΗ στο φθηνό καύσιμο από λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή, όπως ακριβώς συνέβη στη Γαλλία.

Εξετάζει συγκεκριμένα πρόταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας για την υιοθέτηση του γαλλικού μοντέλου απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού, με δημοπρασίες πώλησης σε ενεργοβόρες βιομηχανίες και σε εμπόρους πακέτων λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος της ΔΕΗ και την υποχρέωση των τελευταίων να τη διαθέτουν απευθείας στους πελάτες τους με χαμηλότερα τιμολόγια σε σχέση με τα σημερινά.

Ετσι, αφενός οι βιομηχανίες θα αγοράζουν ρεύμα προσαρμοσμένο στις ανάγκες λειτουργίας τους (με χαμηλές χρεώσεις για τη νυχτερινή ζώνη), αφετέρου οι προμηθευτές θα αποκτήσουν πρόσβαση στο ίδιο φθηνό μείγμα καυσίμων με αυτό της ΔΕΗ (όπως απαιτεί η Κομισιόν) και θα μπορέσουν συνεπώς να την ανταγωνιστούν επί ίσιος όροις, χωρίς να περιμένουν πότε θα πουληθούν μονάδες της, όπως έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός. Το ίδιο ακριβώς μοντέλο εφαρμόστηκε στη Γαλλία, όταν η γαλλική κυβέρνηση υποχρέωσε το μονοπώλιο της EdF να δημοπρατεί παραγωγή φθηνής ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια. Η πρόταση της ΡΑΕ, η οποία αποτελεί μέρος ενός συνολικού «πακέτου» προτάσεων που ο πρόεδρός της Νίκος Βασιλάκος δημοσιοποίησε χθες για να ξεκινήσει η δημόσια συζήτηση για την αναδιοργάνωση της αγοράς ηλεκτρισμού, προβλέπει να δημοπρατούνται προθεσμιακά συμβόλαια (forward contracts) κατά τη διάρκεια του έτους και για διαφορετικές ζώνες κατανάλωσης, όπως για παράδειγμα τις νυχτερινές ώρες που η χρέωση είναι μειωμένη. Ειδικά αυτό το τελευταίο αφορά τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι οποίες έχουν ανάγκη από εξειδικευμένα τιμολόγια με βάση τις ανάγκες λειτουργίας τους (ειδικά για τις νυχτερινές ζώνες). Δεν είναι τυχαίο ότι η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει ζητήσει από τη ΡΑΕ έως τον Σεπτέμβριο να έχει ετοιμάσει ένα πρώτο θεσμικό πλαίσιο μεταφοράς του γαλλικού μοντέλου στα ελληνικά δεδομένα, ώστε το μέτρο να εφαρμοστεί το συντομότερο δυνατόν.

Στο αναλυτικό κείμενο των προτάσεών της για την άρση των στρεβλώσεων της αγοράς ηλεκτρισμού η ΡΑΕ εισηγείται και άλλα μέτρα, τα οποία ήδη εξετάζει ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Ασημάκης Παπαγεωργίου. Τέτοια είναι ο πλήρης διαχωρισμός των τελών υπέρ τρίτων (δημοτικοί φόροι, τέλος ακινήτων, ΕΡΤ κτλ.) από τον λογαριασμό του ρεύματος, μαζί με μείωση των φόρων (τρεις ΕΦΚ) στην ενέργεια. Ο υφυπουργός τόνισε χαρακτηριστικά: «Η μη καταβολή των σχετικών πληρωμών υπέρ τρίτων από πελάτες δεν πρέπει να συνδέεται με απειλή διακοπής της ηλεκτροδότησης, εφόσον ο πελάτης είναι συνεπής με τις συμβατικές του υποχρεώσεις προς τον προμηθευτή του και δεν έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σχετικά με τον λογαριασμό του ρεύματος, καθώς τα τέλη δεν συνδέονται με την παροχή της υπηρεσίας αυτής».

Εισηγείται επίσης τη θέσπιση μόνιμου μηχανισμού αναπροσαρμογής ανά εξάμηνο των τιμολογίων ανάλογα με τη διακύμανση των τιμών χονδρικής (στην ουσία μια παραλλαγή της γνωστής από παλιά «ρήτρας καυσίμου»). «Με τον τρόπο αυτόν», αναφέρει η Αρχή, «αφενός διασφαλίζεται η επικαιροποίηση εγκαίρως των τιμολογίων, σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές των καυσίμων, ώστε να μη δημιουργούνται ελλείμματα στις ταμειακές ροές, αφετέρου διαμορφώνεται ένα προβλέψιμο περιβάλλον στη λιανική αγορά προμήθειας ρεύματος μέσα στο οποίο οι προμηθευτές θα μπορούν να δραστηριοποιούνται με διαχειρίσιμο επιχειρηματικό κίνδυνο». Εισηγείται επανεξέταση του περιεχομένου και του τρόπου κατανομής του κόστους των υπηρεσιών κοινωνικής ωφέλειας (που επιδοτούν τα χαμηλά τιμολόγια στα οποία πωλεί ρεύμα η ΔΕΗ στους νησιώτες και στους πολυτέκνους, καθώς και το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο) με στόχο τη δικαιότερη χρέωσή του στις διάφορες κατηγορίες καταναλωτών, θέσπιση κώδικα διαχείρισης υδροηλεκτρικών σταθμών ώστε να πάψει να υπάρχει δυνατότητα χειραγώγησης της χονδρικής τιμής από την υδροηλεκτρική παραγωγή και επανεξέταση στις ταρίφες των ΑΠΕ και όλου του μηχανισμού στήριξης ώστε να μη χρειαστεί μεγάλη αύξηση του τέλους για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2020.

Στόχος όλων αυτών των προτεινόμενων αλλαγών, όπως λέει η ΡΑΕ, είναι η συμπίεση όσο το δυνατόν του κόστους παραγωγής και προμήθειας ρεύματος, έτσι ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω αύξηση των τιμών ηλεκτρισμού για νοικοκυριά, καταστήματα και βιομηχανίες.