Το 1999 η Τουρκία ήταν μια χώρα σε βαθιά κρίση. Χρόνιος υψηλός πληθωρισμός, εύθραυστο νόμισμα, κόπωση από τον βρώμικο πόλεμο στα βουνά του Κουρδιστάν και τα πολιτικά σκάνδαλα – εκρηκτικό μείγμα. Η κρίση αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των εκλογών εκείνου του χρόνου.

Πέντε κόμματα πέρασαν το εκλογικό κατώφλι του 10% και το πρώτο έλαβε μόλις 19%. Εκτός Βουλής έμεινε, για πρώτη φορά από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, το κατεξοχήν καθεστωτικό κόμμα CHP, το κόμμα του Ατατούρκ. Σχηματίστηκε μια κυβέρνηση αταίριαστης συνεργασίας τριών κομμάτων, υπό τον γηραιό Μπουλέντ Ετζεβίτ. Και όταν οι εκλογές επανελήφθησαν το 2002, από τα πέντε κόμματα της Βουλής ούτε ένα δεν επανεξελέγη! Στη νέα Βουλή μπήκαν δύο μόνον κόμματα: το κεμαλικό CHP, ως αντιπολίτευση, και ένα νέο κόμμα, που είχε ιδρυθεί πριν από λίγους μήνες, το ΑΚΡ. Το οποίο από τότε και επί δέκα ολόκληρα χρόνια κυβερνά την Τουρκία.

Τι μεσολάβησε μεταξύ 1999 και 2002; Το ΔΝΤ!

Στις αρχές του 2001 η τουρκική οικονομία κατέρρευσε οριστικά και υποχρεώθηκε να προσφύγει στο Ταμείο. Το οποίο κατέπλευσε στις όχθες του Βοσπόρου, με το συνηθισμένο πρόγραμμά του. Επέβαλε, μάλιστα, και ένα τουρκικής καταγωγής στέλεχός του για υπουργό Οικονομικών. Και 18 μήνες αργότερα, η τουρκική πολιτική ζωή είχε ανατραπεί συθέμελα. Παραδοσιακά κόμματα και ισχυρά πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Γιλμάζ και η Τσιλέρ, οι σταρ της προηγούμενης δεκαετίας, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης και δεν ξανακούσαμε ποτέ γι’ αυτούς. Ο παλιός πολιτικός κόσμος συνετρίβη και στη θέση του πρόβαλε ένας καινούργιος, με κεντρική φιγούρα τον Ερντογάν, και τον κάποτε πανίσχυρο στρατό στη γωνία. Είναι σαν η κρίση και η παρέμβαση του ΔΝΤ να έβγαλαν από το μπουκάλι ένα τζίνι που μεταμόρφωσε τη χώρα.

Αυτά στην Τουρκία. Εδώ;

Ακούω πολλούς να αναρωτιούνται μήπως η κρίση και το μοντέλο ΔΝΤ, που φορέσαμε, παράγουν και εδώ – τηρουμένων των αναλογιών – παρόμοια αποτελέσματα. Μήπως και εδώ ο παλιός κόσμος, που μετά βίας επιβίωσε των διπλών εκλογών, οδεύει προς εξαφάνιση. Και μήπως το καθ’ ημάς ΑΚΡ του Ερντογάν αποδειχθεί -τηρουμένων ακόμη περισσότερων αναλογιών – ο ανερχόμενος ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα.

Αν κάποιος ψάχνει για αναλογίες, μπορεί πράγματι να βρει. Και ο Ερντογάν, άλλωστε, ξεκίνησε τη μετεωρική του άνοδο από τον δήμο της Πόλης. Και το κόμμα που τον ανέδειξε ήταν κι αυτό ένα ριζοσπαστικό σχήμα (κάτι σαν ΣΥΡΙΖΙ – συνασπισμός του ριζοσπαστικού Ισλάμ), προτού μεταμορφωθεί σε μετριοπαθή μηχανή διακυβέρνησης.

Αλλά υπάρχουν τρεις κρίσιμες διαφορές.

Η πρώτη: Αν Ερντογάν και Τσίπρας χρωστούν και οι δύο την εκτόξευσή τους στο ΔΝΤ, ο μεν ένας τη χρωστά στην επιτυχία του Ταμείου, ο δε άλλος στην αποτυχία του. Του Ερντογάν προηγήθηκε η επιτυχία του τουρκικού «προγράμματος διάσωσης» να διαλύσει κυριολεκτικά το παλιό, υποταγμένο στο κεμαλικό κράτος, τραπεζικό σύστημα της χώρας, που λειτουργούσε ως ταμείο εξυπηρέτησης της πελατείας των νομιμοφρόνων κομμάτων κι έτσι (άθελά του, μάλλον) το Ταμείο γκρέμισε το παλιό πελατειακό σύστημα εξουσίας. Της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, προηγήθηκε η αποτυχία της μεταρρύθμισης, η αντίσταση και κολοβή επιβίωση του καθ’ ημάς πελατειακού συστήματος.

Η δεύτερη: Ο Ερντογάν εκπροσωπούσε μια συμμαχία ανερχόμενων μεσαίων στρωμάτων, νέων επιχειρηματιών της Ανατολίας, αποκλεισμένων από το σύστημα, ευρωπαϊστών διανοουμένων και καταπιεσμένων μειονοτήτων – μια συμμαχία δυνάμεων που ένωνε η ελπίδα της ανόδου, όχι, όπως στη δική μας περίπτωση, ο τρόμος της πτώσης.

Και η τρίτη, και σημαντικότερη, διαφορά: Ο Ερντογάν μεταμόρφωσε ένα μειοψηφικό «κόμμα ιδεολογίας» σε μεγάλο συνασπισμό εξουσίας συνδέοντάς το με μια υπαρκτή λαϊκή, μεταρρυθμιστική παράδοση, του Μεντερές και του Οζάλ, που είχε ανακοπεί βίαια στο παρελθόν. Εμφανίστηκε επί σκηνής ως μέγας μεταρρυθμιστής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι. Συμπέρασμα: Ναι, οι κρίσεις και οι παρεμβάσεις α λα ΔΝΤ προκαλούν μεγάλες πολιτικές αναστατώσεις και η Ελλάδα (όσο πολύ και να διαφέρει από την Τουρκία) δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Αλλά όχι, είναι πολύ νωρίς να προβλέψουμε το τέλος του έργου που ζούμε. Και είναι ακόμη πιο νωρίς να βαφτίσουμε τον Αλέξη Ταγίπ.