Αν θες να μιλήσεις για την ιστορία της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών Αθήνας – φέτος συμπληρώνονται 175 χρόνια από την ίδρυσή της – μπορείς να αρχίσεις με τη χρονική της σύμπτωση με την ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Αφετηρία της υπήρξε το Σχολείον των Τεχνών που άνοιξε τις πόρτες του στις 17 Οκτωβρίου του 1837, ενώ σημαντικοί σταθμοί ήταν το 1910 όταν αυτονομήθηκε διοικητικά αλλά και το 1930 που ανωτατοποιήθηκε. Από τους καταλόγους της πέρασαν ονόματα όπως οι Γύζης, Τέτσης, Μυταράς. Ο Μόραλης δίδαξε επί 35 χρόνια διαδεχόμενος τον Παρθένη. Ζωγράφοι σαν τον Γ. Μαυροΐδη, γλύπτες σαν τον Γ. Παππά ή ο χαράκτης Κ. Γραμματόπουλος πέρασαν από τις αίθουσές της, ενώ ακολούθησαν και οι Δ. Κοκκινίδης ή Ν. Κεσσανλής. Και καλά όλοι αυτοί, άφησαν το στίγμα τους. Τι γίνεται όμως με τους σύγχρονους, νεαρούς αποφοίτους της; Δεν είναι υποχρεωμένοι να ονειρεύονται το όνομά τους γραμμένο με χρυσό μελάνι, ποιες είναι όμως οι ελπίδες και τα εμπόδιά τους σε μια χώρα που μοιάζει να έχει σημαντικότερα πράγματα από την τέχνη για να ασχοληθεί; Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, κάθε χρόνο εισάγονται περίπου 110 στο Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και 55 στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης. Αποφοιτούν 120-140 από το πρώτο και περίπου 10 από το δεύτερο, που είναι λιγάκι νεότερο. Το ζήτημα είναι η επαγγελματική απορρόφησή τους. Για την προβολή των δυνατοτήτων τους, σκληρή προσπάθεια καταβάλλει το Γραφείο Διασύνδεσης της σχολής, που μεταξύ άλλων, διοργανώνει κάθε χρόνο ένα σωρό εκθέσεις. Ή εκπονεί στατιστικές μελέτες για το προφίλ τους ή τη σύνδεση της σχολής τους με την αγορά εργασίας – τον Σεπτέμβριο μάλιστα, αναμένεται μια μελέτη που θα μεταφράσει σε αριθμούς τις δυσκολίες των αποφοίτων εν μέσω κρίσης. Μια παλιότερη πάντως έρευνα του 2007 έδειξε ότι οι γυναίκες απόφοιτοι δεν έχουν κατακτήσει την απόλυτη ισότητα ευκαιριών. Μια άλλη, της ίδιας χρονιάς, συμπέρανε ότι είναι λίγοι εκείνοι που μετά το πτυχίο ασκούν μόνο μια δραστηριότητα σχετική με το αντικείμενό τους. Ή ότι ενώ αρκετοί εκθέτουν τα έργα τους, δεν είναι και τόσο ευχαριστημένοι από το σχετικό με τις σπουδές τους εισόδημα. «Γνωρίζουν ότι η σχολή δεν γίνεται να τους στείλει σε γκαλερί. Από εμάς παίρνουν πληροφορίες για υποτροφίες και διάφορες εκδηλώσεις ή συμβουλές για το portfolio τους», λέει ο Γιάννης Σκαλτσάς, επίκουρος καθηγητής της σχολής και αναπληρωτής επιστημονικός υπεύθυνος του Γραφείου Διασύνδεσης. «Είναι όμως αρκετά ώριμοι ώστε να ξέρουν ότι ο βιοπορισμός είναι δύσκολος. Το επιδιώκουν, το προσπαθούν, αλλά γνωρίζουν», συμπληρώνει. Ας δώσουμε λοιπόν τον λόγο στους ίδιους.

Λήδα Παυλή

Τις εξετάσεις που το 2001 της έδωσαν το εισιτήριο για τη σχολή τις βρήκε αυστηρές, «όπως δηλαδή πρέπει να είναι». Από όσα πάντως ακολούθησαν στο εργαστήριο γλυπτικής του Γιώργου Χουλιαρά κρατάει το «όμορφο κλίμα» μεταξύ φοιτητών και καθηγητών, το Erasmus στην Ισπανία και τέλος πάντων αναμνήσεις που δεν τις λες και δυσάρεστες. Η αγωνία και το άγχος προέκυψαν όταν ήρθε η ώρα της πτυχιακής («πολλή κούραση») και της αποφοίτησης («και τώρα πώς επιβιώνουμε;»). Ευτυχώς που βρήκε σύντομα δουλειά σαν βοηθός γλύπτη, «κάτι πολύ θετικό, γιατί δεν χάνεις την επαφή σου με το εργαστήριο, με τα υλικά». Και ευτυχώς που σχετικά γρήγορα απέκτησε και το δικό της μικρό εργαστήριο, το οποίο βέβαια σε επίπεδο υλικών «στήνεται διαρκώς». Εκανε και μεταπτυχιακό στην Αγγλία (με υποτροφία του Ιδρύματος Μιχελή), που της έδωσε τη χαρά να γνωρίσει διαφορετικές προσεγγίσεις στο αντικείμενο «τέχνη και χώρος» και μάλιστα από αρχιτέκτονες ή designers. Φέτος, «ένεκα η ανάγκη…», ήταν η πρώτη χρονιά που δίδαξε σε δημοτικό. Οχι σε ένα δηλαδή, σε τέσσερα. «Σίγουρα δεν παράγεις καλλιτεχνικό έργο, δεν νομίζω όμως ότι σπαταλιέσαι. Είναι ενδιαφέρον να φέρνεις τα παιδιά στον κόσμο τής τέχνης», λέει για την εμπειρία της. Αυτό που δεν θα ήθελε να κάνει είναι να δουλέψει σε μπαρ. Κι ας γνωρίζει ότι «αν είσαι νέος, θα πρέπει να τρέξεις πολύ για να αποδείξεις τη θέση σου στον χώρο» ή ότι «παίζει ρόλο το πόσο άνετος είσαι να προβάλλεις τον εαυτό σου». Η πυξίδα της άλλωστε είναι σταθερή: «Οχι ότι δεν πρέπει να έχεις το μυαλό σου στην έκθεση, δεν γίνεται όμως να την κάνεις μόνο και μόνο για να την κάνεις».

http://www.ledapavli.blogspot.gr/

Πωλίνα Ζιώγα

Από τον «Φούρνο» της Μαυρομιχάλη, όπου και η έκθεσή της με τίτλο «Shelter», εξηγεί τα καλλιτεχνικά της ενδιαφέροντα: «Χρησιμοποιώ κυρίως ψηφιακά μέσα. Οι αναφορές μου είναι αυτοβιογραφικές, το ανθρώπινο σώμα και η κλινική αποτύπωσή του, σαν αφετηρία που ανοίγεται σε συμβολικό ή αλληγορικό επίπεδο». Για να φτάσει μέχρι εδώ, πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Καλών Τεχνών το 2002 και πήρε το πτυχίο της το 2007, έχοντας μάθει ζωγραφική πλάι στον Δημήτρη Σακελλίωνα και φωτογραφία με τον Μανόλη Μπαμπούση. Λίγο πριν και λίγο μετά την αποφοίτηση, είχε την αίσθηση ότι «τα πάντα είναι ανοιχτά, ότι όλοι οι ορίζοντες είναι δικοί μου». Εξάλλου, είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται στον χώρο της διοργάνωσης εκθέσεων σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αργότερα, στον κατάλογο προστέθηκε και μια εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών, εργασία σαν freelancer σε οπτικοακουστικές παραγωγές («ένας γοητευτικός τρόπος αξιοποίησης των γνώσεών σου»), αλλά και η δουλειά τής αναπληρώτριας εικαστικού στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. «Σε καμία περίπτωση δεν χαραμίζεσαι στο σχολείο», λέει, «αν όμως χρειάζεσαι δύο ώρες στις μετακινήσεις, εξαντλείσαι σωματικά». Ισως γι’ αυτό με την τέχνη της ασχολείται κυρίως τις βραδινές ώρες. Μη νομίσει όμως κανείς ότι η Πωλίνα είναι μια σκοτεινή, αλαφροΐσκιωτη καλλιτέχνις. Στο λεξιλόγιο της υπάρχουν λέξεις όπως η εκπαιδευτική προϋπηρεσία και ο νόμος που την αγνοεί, η δυσπιστία απέναντι στις γυναίκες ή η έλλειψη καλλιτεχνικής διεύθυνσης στην Ελλάδα. Μάλλον λοιπόν το καύσιμό της είναι αυτό που την οδήγησε και στην Καλών Τεχνών από την αρχή: «Η εσωτερική ενόρμηση του ανθρώπου που θέλει να ασχοληθεί με την καλλιτεχνική δημιουργία».

http://www.polina-zioga.com/

Βίκη Βουγιούκα – Θοδωρής Χρόνης

Δεν πρόκειται για καλλιτεχνικό δίδυμο. Απλώς, όπως στα χρόνια της Καλών Τεχνών βρέθηκαν μαζί στο εργαστήριο ζωγραφικής του Τάσου Χριστάκη, σήμερα μοιράζονται ένα εργαστήριο κάπου στα Πατήσια. Είθισται εξάλλου και στον χώρο και στην ηλικία τους, δύο ή τρεις ζωγράφοι να συστεγάζονται και να ανταλλάσσουν υλικά. Οταν φυσικά συμπίπτουν τα ωράρια. Ο Θοδωρής βιοπορίζεται από τον χώρο των computer graphics ή των τρισδιάστατων αναπαραστάσεων («που πλέον είναι κοντά στη γλυπτική» λέει) και συνεργάζεται με αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς ή διαφημιστικές εταιρείες. Η Βίκη εργάστηκε σαν φοιτήτρια αλλά και αργότερα σε εικονογραφήσεις παιδικών βιβλίων ή γραφικές τέχνες και πλέον ετοιμάζεται για μια ατομική έκθεση τον Σεπτέμβριο στο Λονδίνο. Ο Θοδωρής παραδίδει και μαθήματα σε υποψηφίους της σχολής του, η Βίκη έχει βάλει κάποια χρήματα στην άκρη και δεν θέλει να ξαναγυρίσει «στην προηγούμενη φάση». Σιγά σιγά πάντως και οι δύο βρίσκουν το καλλιτεχνικό τους στίγμα. «Ζωγραφική που εστιάζει στην εικόνα και διαχωρίζει τη θέση της από την concept art» ο Θοδωρής – «μια μορφή τοπίου όχι συμβατική αλλά βασισμένη σε αναμνήσεις και αισθήματα» η Βίκη. Ενώ και οι δύο φαίνονται αρκετά συνειδητοποιημένοι γι’ αυτά που τους επιφυλάσσει η τέχνη εν Ελλάδι. «Η αγορά είναι μικρή και σε αντίθεση με το εξωτερικό όπου ο κόσμος βλέπει περισσότερα πράγματα, το κοινό εδώ έχει λιγότερες πιθανότητες να δεχτεί κάτι που βλέπει για πρώτη φορά», λέει η Βίκη. Ο Θοδωρής, από τη μεριά του, τονίζει ότι «στην Ελλάδα έχεις πάρα πολλή προσφορά και πολύ λίγη ζήτηση. Επομένως έχεις ευθύνη σαν δημιουργός, να παρουσιάσεις κάτι, όχι απλά για να το παρουσιάσεις, αλλά γιατί έχει κάτι να πει».

www.entropia.yolasite.comwww.theochronis.com

Παύλος Τσάκωνας

Το παιδικό του όνειρο να ασχοληθεί με τα εικαστικά άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το 2003, όταν πέρασε στη σχολή. Στο γ’ εργαστήριο ζωγραφικής είχε καθηγητές τη Ρένα Παπασπύρου και τον Μάριο Σπηλιόπουλο, ενώ παρακολούθησε και το εργαστήριο γλυπτικής του Νίκου Τρανού. Αντιλήφθηκε νωρίς ότι στην Ελλάδα ο βιοπορισμός από την τέχνη έρχεται δύσκολα, το ίδιο σύντομα όμως απέρριψε και την ιδέα του καθηγητή Δημοσίου. Μια περίοδο, δούλεψε και σαν σερβιτόρος. Το έργο του σήμερα; «Κυρίως ζωγραφική. Παράλληλα ασχολούμαι με τη γλυπτική, τη φωτογραφία, την κινούμενη εικόνα και τις εικαστικές παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, με το σκεπτικό ότι η τέχνη των εικαστικών είναι ένα μέσο, ένα αγαθό για να προβληματίζει, να προσφέρει στην κοινωνία το μη ορθολογιστικό, τη διασκέδαση, τη φαντασία και τη δημιουργικότητα». Για να τα πετύχει όλα αυτά περνάει στο εργαστήριό του αρκετές ώρες ώστε να αισθάνεται «παραγωγικός και ικανοποιημένος» και πλέον βιοπορίζεται σε έναν βαθμό από την τέχνη του – που μπορεί να σημαίνει την καλλιτεχνική διακόσμηση της επιχείρησης ενός φίλου. Τα πράγματα βέβαια «είναι σκούρα», και από τους συμφοιτητές του «άλλοι σκέφτονται να ανοίξουν ταβέρνα, άλλοι τα πάνε καλά, άλλοι φεύγουν στο εξωτερικό». Το μέλλον πάντως δεν τον τρομοκρατεί: «Αν έχεις επιμονή, υπομονή και δείχνεις πως δεν τα παρατάς, έχεις πιθανότητες να εμπορεύεσαι την τέχνη σου και να την ασκείς έχοντας με την κοινωνία μια υγιή ανταποδοτική σχέση».

http://pavlostsakonas.wordpress.com/