Φαίνεται ευτυχής. «Για έξι μήνες δεν είχα ασχοληθεί με τίποτα άλλο παρά με το μουσείο. Ηταν έξι μήνες γεμάτοι ευτυχία», μου λέει ο Ορχάν Παμούκ, ο νομπελίστας τούρκος συγγραφέας που ξάφνιασε ολόκληρο τον κόσμο ανοίγοντας το Μουσείο της Αθωότητας στην Κωνσταντινούπολη, στην περιοχή Τσουκούρτζουμα του Πέραν, σε ένα δρόμο με παλαιοπωλεία.

«Κύριε Παμούκ, οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν μυθιστόρημα και μετά το κάνουν κινηματογραφική ταινία, εσείς πώς σκεφτήκατε να κάνετε το μυθιστόρημά σας μουσείο;», ήταν η πρώτη ερώτηση που του έθεσα μόλις τον συνάντησα. Χαμογέλασε. «Ναι, έχετε δίκιο. Μέχρι σήμερα κανένας συγγραφέας δεν έκανε το βιβλίο του μουσείο, αλλά δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση. Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό και ήθελα να το κάνω», μου απάντησε. Αλλωστε πιστεύει ότι κανένα «γιατί» δεν πρέπει να απασχολεί έναν δημιουργικό συγγραφέα. «Ενας δημιουργικός συγγραφέας δεν πρέπει να ξέρει καν γιατί έγραψε ένα μυθιστόρημα. Και αν με ρωτήσετε ποιο είναι το μήνυμα, ούτε αυτό το ξέρω και ούτε θέλω να το ξέρω».

Στο βιβλίο του, «Το Μουσείο της Αθωότητας», ο Ορχάν Παμούκ περιγράφει τον παράφορο έρωτα του πλούσιου Κεμάλ για τη μακρινή εξαδέλφη του, Φισούν. Δεν την παντρεύεται, όμως, γιατί είναι φτωχιά. Παντρεύεται την πλούσια Σιμπέλ με τη σιγουριά ότι θα συνεχίσει να βλέπει παράνομα τη Φισούν. Τελικά, ο Κεμάλ καταρρέει όταν η Φισούν εξαφανίζεται μετά τον γάμο του. Την ανακαλύπτει χρόνια αργότερα παντρεμένη και αρχίζει να την επισκέπτεται συχνά, ως μακρινός συγγενής. Κάθε φορά κλέβει και ένα από τα αντικείμενα που είχε αγγίξει η Φισούν και τα χρησιμοποιεί σαν πολύτιμα εκθέματα στο Μουσείο της Αθωότητας… Αυτό είναι το μουσείο που άνοιξε ο Ορχάν Παμούκ το περασμένο Σάββατο στην Πόλη. Κάθε αντικείμενο έχει τη δική του ιστορία. Κάθε βιτρίνα απεικονίζει και ένα κεφάλαιο του βιβλίου. Τα γοβάκια της Φισούν, τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, ο τρίφτης που έκανε μαρμελάδα, εισιτήρια που είχαν πάρει μαζί στον κινηματογράφο, τα σκυλάκια μπιμπελό πάνω από την τηλεόραση, το δωμάτιο όπου πέρασε ο Κεμάλ τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

«Κάποια στιγμή θα υπάρχουν και αυτοί που θα λένε, «δεν διάβασα το βιβλίο αλλά είδα το μουσείο»», μου λέει γελώντας. Δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του αφού τελικά έκανε πραγματικότητα το όνειρό του. Τον συνάντησα στο προαύλιο του τζαμιού του Τζιχάνγκιρ με θέα τον Βόσπορο, μπροστά από το σπίτι του. Την προηγούμενη ημέρα είχα επισκεφθεί το Μουσείο της Αθωότητας. «Πραγματικά εντυπωσιάστηκα, δεν περίμενα να είναι τόσο ωραίο», του είπα. Τότε πήρα μια γεύση από το περίφημο χιούμορ του: «Ολοι μου λένε πως δεν το περίμεναν, φαίνεται πως όλοι νομίζουν πως είμαι ηλίθιος»! Την πρώτη ημέρα επισκέφθηκαν το μουσείο 420 άνθρωποι, ακριβώς όσους μπορούσε να δεχτεί μέσα σε μία ημέρα. Οταν έφτασα υπήρχε ουρά στο ταμείο. Αλλοι έπαιρναν εισιτήριο και άλλοι έφταναν με το βιβλίο στο χέρι και με μια σφραγίδα έμπαιναν στο μουσείο. Στη γειτονιά κανείς δεν το ήξερε ως Μουσείο της Αθωότητας. Ολοι έλεγαν, «το μουσείο του Ορχάν Παμούκ».

Αρχικά η ιδέα ήταν να ανοίξει ένα παλαιοπωλείο και άρχισε να μαζεύει παλιά αντικείμενα. Κάθε αντικείμενο όμως είχε τη δική του ιστορία και άρχισε να την πλάθει σιγά σιγά. Τότε γεννήθηκε η ιδέα για το μυθιστόρημα αλλά και το μουσείο ταυτόχρονα. Μυθιστόρημα και βιβλίο προχωρούσαν παράλληλα, αλλά τελικά το μυθιστόρημα τελείωσε πολύ νωρίτερα, το 2008. Το τριώροφο κτίριο όπου στεγάζεται το μουσείο είναι μια παλιά κατοικία του 19ου αιώνα, την οποία αγόρασε το 1999. Ασχολήθηκε ο ίδιος με όλες τις λεπτομέρειες μέχρι να ανοίξει τελικά το μουσείο τις πόρτες του στον κόσμο. «Δεν είναι εύκολο να κάνει κάποιος μουσείο», μου λέει καθώς ανακαλεί στη μνήμη του όλες τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει καθημερινά. Καθυστερούσε ο ηλεκτρολόγος, καθυστερούσε ο υδραυλικός, ο μπογιατζής έβαφε λάθος χρώμα… Ηταν σαν να έφτιαχνες σπίτι από την αρχή…

Υπήρχαν στιγμές που σκεφτόταν ότι δεν θα το ανοίξει και ότι δεν θα του έφταναν τα χρήματα. Αλλες στιγμές, πάλι, σκεφτόταν να το κλειδώσει και να επανέλθει έπειτα από δέκα χρόνια να το τελειώσει. Ωστόσο, δεν μετανιώνει για τον χρόνο που αφιέρωσε. «Τελικά είναι ένα μουσείο που θα μείνει στην Ιστορία», του είπα. «Ινσαλλάχ πλέον, μακάρι», μου είπε με πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης. Τότε τόλμησα να κάνω ακόμη ένα σχόλιο: «Αποδείξατε ότι εκτός από συγγραφέας μπορείτε να γίνετε και κάτι άλλο και να είστε το ίδιο επιτυχημένος». Δεν συμφώνησε καθόλου. «Οχι, μέτρησα τις δυνατότητές μου με αυτό το μουσείο. Είδα ότι δεν είμαι άνθρωπος της μάζας. Γρήγορα εκνευρίζομαι. Αν δεν γίνει κάτι που θέλω θυμώνω και φεύγω». Η εξήγηση που δίνει με την απόφασή του να ασχοληθεί με κάτι τόσο διαφορετικό είναι ότι υπήρχε μέσα του ο ζωγράφος. Μέχρι τα 25 του χρόνια ζούσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον και αισθάνθηκε την ανάγκη να βγάλει τον ζωγράφο που είχε μέσα του. Τελικά όμως καταλήγει ότι η ιδιότητα που τον προσδιορίζει είναι αυτή του συγγραφέα. «Φτιάχνοντας το μουσείο αισθανόμουν σαν ευτυχισμένο παιδί, αλλά γράφοντας ένα μυθιστόρημα αισθάνομαι πιο καλαίσθητος, πιο ηθικός, πιο υπεύθυνος και πιο ώριμος».

Πάντως ο Ορχάν Παμούκ λέει ότι με το μυθιστόρημα περιγράφει ένα οπτικό πανόραμα της εποχής εκείνης εξιστορώντας δραματικές στιγμές, ενώ το μουσείο αντανακλά την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης, αντανακλά την ατμόσφαιρα της μελαγχολικής Κωνσταντινούπολης. Το συμπέρασμα είναι πως αν κάποιος επισκεφθεί το μουσείο χωρίς να έχει διαβάσει το βιβλίο αμέσως μετά θέλει να το διαβάσει.