Η Αμερική της δεκαετίας του ’50 έζησε με τον φόβο του κομμουνισμού και το ανθρωποκυνηγητό που προκάλεσαν στο Χόλιγουντ ο γερουσιαστής Μακάρθι και ο διευθυντής του FBI Τζέι Εντγκαρ Χούβερ. Το ιδανικό της εποχής ήταν ο γάμος, τα παιδιά και η ζωή σε ένα όμορφο σπίτι, εξοπλισμένο με όλα τα νέα κομφόρ που απλούστευαν και διευκόλυναν τη νοικοκυρά.

Οι προτεραιότητες μιας νέας γυναίκας ήταν να είναι καλή οικοδέσποινα και καλή σύζυγος, διατηρώντας την κομψότητά της. Αυτό άλλωστε υποστήριζαν μέχρι και τα βιβλία συνταγών μαγειρικής της εποχής. Απεικόνιζαν γυναίκες με φορέματα κοκτέιλ και ψηλοτάκουνα παπούτσια – στιλέτο, οι οποίες φορούσαν άσπρη ποδιά και προσπαθούσαν να φέρουν εις πέρας τον ρόλο τους.

Αυτά τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κοινωνία επέστρεψε στους παραδοσιακούς της κανόνες, με τους άνδρες να αναλαμβάνουν και πάλι τα πόστα εργασίας. Αυτό βέβαια δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί το μοντέλο της γυναίκας με καριέρα. Ομως η εποχή τής το επέτρεπε με έναν όρο. Οπως έδειξαν οι ταινίες και οι φωτογραφίες των περιοδικών, η εργαζόμενη γυναίκα έδειχνε ψυχρή και όμορφη. Και η θέση της ήταν κοινωνικά αποδεκτή γιατί ήταν αυτονόητο πως θα εγκατέλειπε την προσπάθεια όταν ο σωστός άνδρας εμφανιζόταν στη ζωή της.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεχώρισε το ζεύγος των αντιθέσεων. Με τα όμορφα μάτια της Αβα Γκάρντνερ να καίνε τους άνδρες, όπως λέει η Ελιζαμπέτ Γκουσλάν, συγγραφέας της βιογραφίας «Αβα, η γυναίκα που αγαπούσε τους άνδρες» (στα γαλλικά από τις εκδόσεις Laffont). Και το παράστημα μπαλαρίνας της Οντρεϊ Χέπμπορν να προτρέπει τις γυναίκες προς την ευγένεια και τη χάρη. Οπως δείχνουν οι φωτογραφίες του Μπιλ Γουίλομπι στoν τόμο των εκδόσεων Taschen «Audrey Hepburn, Photographies 1953-1966».

Παρ’ όλο που οι δύο γυναίκες δεν έτυχε να διασταυρώσουν αγάπες και καριέρες, η σύγκρισή τους είναι αναπόφευκτη καθώς η μανία για τα ’50s που προκάλεσε η επιτυχία της σύγχρονης τηλεοπτικής σειράς «Mad Men» επαναφέρει τη συζήτηση γύρω από τη θηλυκότητα.

Πρόκειται για τη νύχτα και τη μέρα. Η Αβα Γκάρντνερ είναι η ενσάρκωση του αισθησιασμού, την ίδια στιγμή που η Οντρεϊ Χέπμπορν αναδεικνύεται σε εκπρόσωπο του καθωσπρεπισμού.

Το άγριο θηλυκό που κοίταζε τον φακό γέρνοντας ελαφρά προς τα πίσω το κεφάλι, μισανοίγοντας το στόμα, δεν είχε καμία σχέση με την κομψή γυναίκα η οποία είχε «υιοθετήσει» ένα μικρό ελάφι, τον Ιπ, που κοιμόταν στην αγκαλιά της όταν εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο στον καναπέ του διαμερίσματός της.

Φανταχτερό και επεξεργασμένο το στυλ της Γκάρντνερ, είχε για υποστηρικτή τις κεντητές δημιουργίες υψηλής ραπτικής του οίκου των αδελφών Φοντάνα από τη Ρώμη. Η ραφινάτη σιλουέτα της πρώην μπαλαρίνας έγινε πρότυπο για τον γάλλο μετρ Ιμπέρ ντε Ζιβανσί, ο οποίος την έκανε μούσα της υψηλής ραπτικής του.

Ο Μπομπ Γουίλομπι, φωτογράφος των κινηματογραφικών στούντιο του Χόλιγουντ, για πρώτη φορά τη απαθανάτισε ένα πρωινό του 1953. Τότε που η Οντρεϊ είχε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Διακοπές στη Ρώμη». Η ευγένειά της, οι συγκρατημένοι τρόποι της και το γενναιόκαρδο πλατύ χαμόγελό της τον μαγνήτισαν. Και σε αυτό το άλμπουμ χώρεσε τον πλατωνικό του έρωτα για τη λεπτή κι εύθραυστη ηθοποιό, την οποία φωτογράφιζε στα πλατό, στα παρασκήνια των γυρισμάτων, στις στιγμές της προσωπικής της ζωής. Ακόμη κι όταν ο φωτογράφος έμενε αθέατος για να τη συλλάβει σε μια «άχαρη» αυθόρμητη πόζα, εκείνη αποκάλυπτε την αθωότητα μιας αγγελικής φυσιογνωμίας.