Δεν καταλαβαίνω πια. Δεν καταλαβαίνω γρι. Πηγαίντε με σ’ έναν γιατρό. Σ’ ένα νοσοκομείο. Σ’ ένα ξενοδοχείο, σε μια κατασκήνωση κάτι, να πάρω λίγο αέρα, μπας και ξεθολώσω και καταλάβω τι θέλουμε, τι ζητάμε, ποιος μας φταίει, ποιοι είμαστε, ποιος είμαι; Τι ρόλο παίζω; Τι βιολί βαράμε όλοι μαζί κι ενώ έχουμε χάσει την μπάλα συνεχίζουμε να παίζουμε αυτό το παιχνίδι που όποιος χάνει χάνει και όποιος κερδίζει χάνει τα διπλά; Μιλούσα τις προάλλες για παράλογο. Μπροστά σ’ αυτό που ζούμε, το παράλογο φαίνεται καρτεσιανή εξίσωση.

Δεν πρόλαβε να χαρεί ο κόσμος που του ‘ρθε η πατάτα φθηνότερη κατά ένα τρίτο. Που μ’ ένα κλικ στον υπολογιστή πήρε παραμάζωμα τους μεσάζοντες των οποίων ουκ έστιν αριθμός. Που βρήκε έναν τρόπο επιτέλους να ‘ρθει σε άμεση επαφή ο καταναλωτής με τον παραγωγό. Και να σου πετιέται η κυρία Αλέκα εκ Περισσού, με το μοβ μπουφάν και την ξορκισμένη την κουκούλα, να στηλιτεύσει την αντιλαϊκή αυτή κίνηση που μποδάει (δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν μιλάω γι’ αυτήν την παράταξη γράφω στη μαλλιαρή), που μποδάει λοιπόν το εργατικό κίνημα. Το πού το μποδάει δεν μας το εξήγησε η Γραμματεύς του κινήματος.

Αντ’ αυτής βγήκε στην οθόνη ο κύριος Μάκης Μαΐλης, γνωστός και για τη φωτογενή ιδεολογική του προσέγγιση στα κοινά.

Εξήγησε λοιπόν ο εκπρόσωπος (τύποις) Τύπου του Κουκουέ, ότι «Είμαστε εναντίον του κινήματος πατάτας διότι μόδα είναι και θα περάσει». Μάταια προσπαθούσε ο συνομιλητής του να ζητήσει μιαν εξήγηση. Ο εκπρόσωπος είχε τον δικό του τον μονόλογο να πει, και μην του μιλάτε γιατί μπερδεύεται. Μα, του λέγανε, εσείς δεν είσθε εναντίον των μεσαζόντων; Δεν θέλετε να πέσουν οι τιμές; Η δική σας η Λιάνα η Κανέλλη δεν βγήκε με τη φραντζόλα και το μπουκάλι γάλα στη Βουλή και κατήγγειλε ευθαρσώς την ακρίβεια των προϊόντων;

Εκεί το κομμουνιστικόν στέλεχος Μάκης Μαΐλης έκανε μια δυο φορές το μάτι του γύρω σαν να ακολουθεί στο πλατό μια αόρατη μύγα, είπε κάτι σφυροδρεπανοειδές για τον Στάλιν και επέστρεψε στην κομματική του νιρβάνα.

Κι ώς εδώ καλά και γραφικά. Την άλλη μέρα όμως είδα να σέρνεται από πρωινάδικο σε μεσημεριανό ένα αποτρόπαιο βιντεάκι όπου ένα «εξοργισμένο κοινό» πέταγε «αυθορμήτως» γιαούρτια, νερά, ακόμα και καρέκλες – ναι, καρέκλες – στον Γιώργο Νταλάρα, που συνέχιζε όμως να τραγουδάει.

Σκέφτηκα ότι ίσως κάτι έκανε και τους εξόργισε. Με πληροφόρησαν όμως αμέσως ότι αυτό που έκανε είναι ότι έδωσε τη συναυλία δωρεάν.

Εκεί χάθηκα στο σκοτεινό κι ανήλιαγο δάσος του παραλόγου. Γιατί σκέφτηκα ότι όλο αυτό το «αυθόρμητο» μένος υπήρξε γι’ αυτό το δωρεάν. Αν πήγαινε ο Νταλάρας σε οποιοδήποτε νυχτομάγαζο να πάρει ένα παχυλό μεροκάματο όπως κάθε συνάδελφός του δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Για να μην πω ότι ο ίδιος αυτός θεατής που έβριζε με άθλια λόγια τον τραγουδιστή – κρυμμένος πίσω από την κουκούλα του «κοινού» – θα έδινε τον μισό του το μισθό για να τον ακούσει.

Τώρα όμως που ήρθε ο ίδιος ο καλλιτέχνης στη γειτονιά του, και μάλιστα είχε την αναίδεια να του τραγουδήσει τσάμπα και να βάλει και λεφτά από την τσέπη του; Ε όχι. Γιαούρτι και καρέκλα ο «αυθόρμητος». Γιατί μη μου πείτε ότι υπάρχει κάποιος θεατής που ξύπνησε πρωί πρωί και είπε «Μην ξεχάσω να πάρω και μια ντουζίνα γιαούρτια να τα ρίξω το βράδυ στη συναυλία».

Και στην περίπτωση Αλέκα – Πατάτα (όπως Βίβα Ζαπάτα) και στο Αυθόρμητος – Γιαούρτι το θέμα είναι να μην υπάρξει κάτι που να ευκολύνει τη ζωή μας.

Εκεί, Εκεί, που υποφέρω πιο πολύ.

Εκεί με θέλουνε, λέει, για να επαναστατήσω καλύτερα ο μαλάκας.

Τι να τους πεις;

Καλά σαράντα.