Εκεί ανάμεσα στις δραματικά δυσοίωνες κορυφώσεις της ειδησεογραφίας για την οικονομία, για το κούρεμα, για τους ακατάσχετους φόρους, για όσα έχουν ανατρέψει τις ζωές των ανθρώπων, αραιά και πού βρίσκει χώρο, σαν ψηφίδα που συμπληρώνει τον εφιάλτη των δεινών που ήρθαν στον τόπο μαζί με την κρίση, το πρόβλημα των αστέγων.

Μέχρι χθες ελάχιστοι σε αυτή την πόλη, συνήθως γραφικές φιγούρες σε γειτονιές. Πρώτα οι μετανάστες που συνέρρεαν μιλιούνια από τα σύνορα και εγκλωβίζονταν στο πουθενά του κέντρου της Αθήνας. Και τώρα προστίθεται στην εικόνα εκείνης της μιζέριας η τραγωδία ντόπιων, οι οποίοι βρέθηκαν στον δρόμο πληρώνοντας πρώτοι όχι μόνο το τίμημα της οικονομικής κρίσης, αλλά και της διάλυσης του κοινωνικού ιστού που είχε προηγηθεί στα χρόνια του αφασικού γλεντοκοπήματος της χώρας και της πρωτεύουσάς της πρωτίστως.

Ηταν τα χρόνια που η κούρσα της κατανάλωσης-με-δανεικά είχε διαβρώσει τις εύθραυστες ανθρώπινες σχέσεις από την υστερία της επίδειξης και είχε μετατρέψει τις γειτονιές και τους δημόσιους χώρους της πόλης σε «πασαρέλες» του επιδεικτικού ψευδοπλούτου.

Ισως γι’ αυτό διαπιστώνουν πικρά οι κάτοικοι των Αθηνών τις μέρες των Χριστουγέννων ότι η κατήφεια που επικρατεί στο κέντρο της πόλης έχει σχέση με την αδυναμία των κατοίκων της πλέον να καταναλώσουν όπως παλιά (Χωμενίδης), «δεν χαμογελούν γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν».

Τόσο απλή και τόσο συγκλονιστική η αποκάλυψη της πεμπτουσίας του ξέφρενου καταναλωτισμού που συντάραξε επί δυο δεκαετίες το έθνος: «Καταναλώνω, άρα υπάρχω». Ακριβώς αυτή η νοοτροπία αναδυόταν σχεδόν ασυναίσθητα από τον σχολιασμό της Αθήνας των αστέγων από αρχιτέκτονες και λογοτέχνες, που τους αναγνωρίζεται σε αυτό το είδος των ντοκιμαντέρ ο επίσημος ρόλος του ειδικού παρατηρητή των αλλαγών στη χωροταξία, στο ντεκόρ και στην ψυχολογία.

Η ακούσια αντιπαράθεση της «ματιάς» δυο αρχιτεκτόνων στη συνθήκη του αθηναϊκού κέντρου έδινε μια απρόσμενη, σχεδόν αδιόρατη αλλά σταθερή ελπίδα μέσα στον ζόφο των σκληρών διαπιστώσεων. Ο ένας χαρακτήρισε σαν «στολισμό του νεκρού» την εικαστική παρέμβαση μιας ενθουσιώδους ομάδας καλλιτεχνών στις άδειες βιτρίνες των ξενοίκιαστων καταστημάτων του κέντρου της πρωτεύουσας. Μεγάλη συζήτηση. Ηδη ένα θέμα για εκπομπή από μόνο του, καθώς δύσκολα μπορεί να απορρίψει κανείς μια προσπάθεια να αντικατασταθεί στο βλέμμα του χριστουγεννιάτικου επισκέπτη η βουλιμία της κατανάλωσης από την απόλαυση ενός εικαστικού έργου και ίσως τη θέση της θλίψης από τους άδειους, αλλοτινούς κράχτες της ευημερίας, τα πολυτελή καταστήματα, να την πάρει η ελπίδα μιας ζωής με διαφορετικό περιεχόμενο.

Ενας άλλος πάλι βρίσκει ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει στο κέντρο της πόλης και διόλου διαφορετικό από αυτό που συνέβαινε και παλαιότερα, όταν συγκεντρώνονταν από την ελληνική επαρχία νέοι στην Αθήνα για να αναζητήσουν δουλειές και νέες ζωές και έμεναν πέριξ της Ομονοίας σε νοικιασμένες ταράτσες ξενοδοχείων πάνω σε στρώματα.

Ωστόσο, καθώς εναλλάσσονταν στην οθόνη οι ιστορίες αστέγων και όσο προχωρούσε στην πόλη ο φακός σε μια «γεωγραφία» της τραγωδίας που απλώνεται με ταχύτητα – Ομόνοια, Μάρνη, Τοσίτσα ώς επάνω την Κοραή -, ξεδιπλωνόταν και η αδυναμία να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα με πλήθος διαφορετικών πυρήνων. Μέχρι και 10.000 κοιμούνται στους δρόμους της τις νύχτες ήταν η πληροφορία που πάγωνε το αίμα.

Αλλά η πιο πικρή διαπίστωση, όταν πια ολοκληρώθηκε η εκπομπή, ήταν ότι αυτή η πόλη δεν διέθετε ποτέ ούτε τα αυτονόητα για να διευκολύνει από τους κατοίκους της μέχρι τους περαστικούς και σήμερα τους αστέγους. Τόσο που στο τέλος της εκπομπής δεν ξέραμε αν το χειρότερο είναι ο πολλαπλασιασμός των αστέγων στους δρόμους της ή αυτό που αποπνέει μια πόλη εχθρική και αμνήμων, που δεν φιλιώνει με τους κατοίκους της και εκείνοι μεταξύ τους και η κρίση απλώς ανέδειξε τη χειρότερη πτυχή της.