Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Νέα Υόρκη, μπήκε στη showbiz παρέα με τον αδερφό του, Μπομπ, ως διοργανωτής ροκ συναυλιών, δουλειά που έστησε όχι από την αγάπη του για τη μουσική, αλλά για το… σινεμά. Η απόφαση τους ήταν συνειδητή: σε μια δεκαετία όπου το ροκ ανθούσε, τα αδέλφια κατόρθωσαν σχετικά γρήγορα να μαζέψουν το απαιτούμενο πόσο για να βάλουν μπροστά το μεγάλο τους όνειρο: την ίδρυση της Miramax, η επωνυμία της οποίας προκύπτει από το πάντρεμα των ονομάτων των γονέων τους (Μίριαμ και Μαξ). Ξεκίνησαν με τη διανομή μουσικών ταινιών για να τσεπώσουν τα πρώτα τους (πολύ) σοβαρά χρήματα με το αιματοβαμμένο «The Burning» (ελληνικός τίτλος: «Ο μανιακός με την ψαλίδα») – αυτό στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Κάπου εκεί όμως, ακόμη και τα αδέλφια Γουάινστιν συνειδητοποιούν πως το χρήμα δεν είναι το παν. Το πρεστίζ μετράει περισσότερο.

ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΑ. Στο Φεστιβάλ των Καννών, το 1983, ο Χάρβεϊ ανακαλύπτει ένα μικρό φιλμ από τη Βραζιλία ονόματι «Erendira» με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παπά, βασισμένο σε μια μικρή ιστορία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – που μόλις έναν χρόνο νωρίτερα είχε βραβευτεί με Νομπέλ. Πριν ακόμη υπογράψει τα χαρτιά για την τελική συμφωνία, ο Γουάινστιν έχει – προσέξτε – ήδη πουλήσει τα δικαιώματά της για την αμερικάνικη αγορά του βίντεο και έχει κλείσει μια σειρά αιθουσών στην Κεντρική και Νότια Αμερική. «Πώς τα κατάφερες;», τον ρωτά έκπληκτος ο σκηνοθέτης; «Εχεις και βραβείο Νομπέλ και σεξ εκεί μέσα, και με ρωτάς;», του απαντά ξερά ο αμερικανός διανομέας του!

Ο Γουάινστιν ήξερε ότι η αιχμηρή κριτική του Μάρκες απέναντι στη δεξιόστροφη πολιτική των ΗΠΑ δεν θα του επέτρεπε ποτέ να αποκτήσει μια βίζα εισόδου και χρησιμοποίησε αυτό ακριβώς το στοιχείο προς όφελός του: αμέσως έβαλε μπρος μια θεαματική εκστρατεία στον Τύπο και έχοντας στο μανίκι και τον άσο της δημοφιλούς στους intellectual κύκλους Ειρήνης Παπά, κατορθώνει να προβάλει το φιλμ στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης, ενώ ταυτόχρονα πείθει την πρωταγωνίστρια Κλαούντια Οχάνα να φωτογραφηθεί για το «Playboy»! Η ταινία σκίζει σε μικρό κύκλωμα αιθουσών! Ο κ. Γουάινστιν είναι ήδη σελέμπριτι.

Λίγα χρόνια μετά, η Μάρτζορι Σκούρας, βλέπει το πρώτο, ακατέργαστο μοντάζ μιας ταινίας με τίτλο «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες» και κατορθώνει όμως να προωθήσει την ταινία στο νεοσύστατο (και βραχύβιο) US Film Festival, το 1989. Εκεί βρίσκεται ο Χάρβεϊ Γουάινστιν. Αμέσως, προσφέρει στον σκηνοθέτη ένα εκατομμύριο δολάρια για την απόκτηση του φιλμ. Ολοι οι άλλοι διανομείς θαρρούν πως έχει τρελαθεί: «Οταν το άκουσα, νόμιζα πως κάποιος μου έκανε πλάκα. Κανείς από εμάς δεν είχε προσφέρει παραπάνω από 50.000 δολάρια στον Σόντερμπεργκ. Μετά συνειδητοποίησα ότι ο κ. Γουάινστιν έχει άψογο αισθητήριο. Απλά είναι άξεστος!», θα πει η Τζανέτ Γκρίγιο, υπεύθυνη πωλήσεων της εταιρείας New Line που ενδιαφερόταν επίσης για το φιλμ.

Προς μεγάλη έκπληξη του Στίβεν Σόντερμπεργκ, η ταινία του θα αποφέρει 70 εκατ. δολάρια παγκοσμίως (έχοντας κοστίσει μόλις το… ένα εβδομηκοστό!) και, με τη βοήθεια της Miramax, θα κερδίσει και τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών. Λίγα χρόνια αργότερα, η Miramax έχει μεταμορφωθεί σε πρέσβειρα του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά: Φέρνει στο κατόπι της την παντοδύναμη Disney που προσφέρει στον Γουάινστιν 70 εκατ. δολάρια για την αγορά της. O Χάρβεϊ λέει «ναι». Στο ένα χέρι κρατάει το στιλό για την υπογραφή του συμβολαίου. Στο άλλο, το σενάριο του «Pulp Fiction». To διαβάζει στο αεροπλάνο της επιστροφής. Στις πρώτες 30 σελίδες τρέμει. Παίρνει τηλέφωνο τον Ταραντίνο: «Το σενάριο σου είναι υπέροχο, θέλω να το κάνω ταινία τώρα». «Διάβασέ το πρώτα ολόκληρο Χάρβεϊ», του απαντά. Μια ώρα μετά, το τηλέφωνο του Ταραντίνο χτυπά: «Ο ήρωας σου πεθαίνει στη μέση; Τι σενάριο είναι αυτό;», ακούγεται με ουρλιαχτά. «Διάβασε το ολόκληρο Χάρβεϊ», επιμένει ο Ταραντίνο. «Εννοείς ότι τον ξαναφέρνεις πίσω; Είσαι Θεός, σε λατρεύω!», η απάντηση του παραγωγού. Μέσα σε χρόνο μηδέν, οι υπογραφές έχουν πέσει, η ταινία έχει γυριστεί, ο Κλιντ Ιστγουντ, ως πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής των Καννών θα δώσει τον Χρυσό Φοίνικα στο φιλμ και η ταινία θα αποτελέσει το πρώτο πραγματικό blockbuster της Miramax: έχοντας κοστίσει μόλις οκτώμισι «μύρια», θα αποφέρει 220 εκατ. δολάρια παγκοσμίως.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ. Στη συνέχεια, ο Γουάινστιν θα αρχίσει τα χοντρά παιχνίδια: μεγάλες παραγωγές ηχηρού πρεστίζ: «Ο άγγλος ασθενής» και ο «Ερωτευμένος Σαίξπηρ», ταινίες πολυδάπανες, ασφαλείς αλλά καλοφτιαγμένες, συνοδεύονται με έναν βομβαρδισμό τηλεγραφημάτων, διαφημιστικών καταχωρήσεων (προς τα μέλη της Ακαδημίας Κινηματογράφου) και ακριβών promotional δεξιώσεων. Και οι δυο ταινίες θα σαρώσουν στα Οσκαρ του 1996 και του 1998 αντίστοιχα. Ενδιαμέσως, το 1997, θα αγοράσει τα αμερικάνικα δικαιώματα του «Η ζωή είναι ωραία» και, από το πουθενά, μια ξενόγλωσση ταινία κερδίζει τα Οσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου (για τον Μπενίνι) και μουσικής – αν και δεν τα δικαιούται, μιας και δεν αποτελεί αμερικανική παραγωγή (θυμηθείτε αυτήν την ιστορία όταν το «The Artist» αρχίσει να μαζεύει οσκαρικές υποψηφιότητες).

Ετοιμος για το αποκορύφωμα της καριέρας του, ο Γουάινστιν αποφασίζει να χρηματοδοτήσει τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», το πολυπόθητο σχέδιο ζωής του Μάρτιν Σκορσέζε. Η ταινία θα χάσει λεφτά στο box office. Στο μεταξύ, η Disney, ως ιδιοκτήτρια της Miramax αρχίζει να φράζει τον δρόμο σε πολλά από τα νέα της ταλέντα. Ο Γουάινστιν δεν είναι πλέον ο ανεξάρτητος σωτήρας, ο άνθρωπος που έδινε «φωνή» στα νέα ταλέντα, αλλά ένας ακόμη μεγαλοπαραγωγός. Και το 2005 τα αδέρφια θα αφήσουν την ίδια τους την εταιρεία στα χέρια της Disney για να ανοίξουν τη δική τους, The Weinstein Company. Για άλλη μια φορά, τα ταμεία τους θα τα γεμίσει ο Ταραντίνο: το ευφυώς μεταφρασμένο στα ελληνικά «Αδωξοι Μπάσταρδη» θα χτυπήσει 300 εκατ.

Φέτος μοιάζει να είναι και πάλι η χρονιά του. Ολες οι παραγωγές που ξεχωρίζουν στις βραβεύσεις των – πολυάριθμων – αμερικανικών κριτικών επιτροπών είναι δικές του, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό που λείπει είναι η ταινία – τομή, το φιλμ που θα αλλάξει και πάλι τους κώδικες και τους κανόνες κινηματογραφικής «συμπεριφοράς». Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν κάτι τέτοιο ενδιαφέρει πια τον ίδιο.