Πριν από τέσσερα χρόνια η Αλεξάνδρα Ιωσηφίδου βρέθηκε στην Αθήνα – στο Ηρώδειο – με τα μπαλέτα Κίροφ. Κάθε καλοκαίρι σχεδόν ταξιδεύει στην Κύπρο, την Ασία, την Ευρώπη, την αγαπημένη «παλιά» της πατρίδα, την Κριμαία. Κάνει «ανάποδα» το αέναο ταξίδι των εκτοπισμένων πόντιων προγόνων της, αλλά ουδέποτε κατάφερε να κάνει το ταξίδι της επιστροφής, αυτό που – όπως λέει – τους οφείλει… Να επιστρέψει στην Ελλάδα. Οχι όπως οι συγγενείς των προπάππων της. Ως τιμώμενη καλεσμένη.

Και όσο αυτό δεν γίνεται, ο λόγος της κινείται μεταξύ της αυτο-θυματοποίησης και της αυτο-εξιδανίκευσης. Οπως των σύγχρονων ελληνοποιημένων «Ρωσοποντίων» που μετοίκησαν την τελευταία εικοσαετία στην Ελλάδα και δηλώνουν αγανακτισμένοι από την υποδοχή. «Πιστεύετε πως με τη δημοσιοποίηση της ιστορίας μου θα μου δοθεί επιτέλους μια σκηνή, θα με καλέσουν να δώσω ένα προσωπικό γκαλά για να δείξω τη δουλειά μου στην Ελλάδα;» ρωτά ενοχλημένη σχεδόν από την πολυετή αναποτελεσματική της προσπάθεια…

Η «ΟΔΥΣΣΕΙΑ». «Μη γράφετε την ηλικία, οι καλλιτέχνες δεν έχουν ηλικία…» παροτρύνει. Το μακρύ ταξίδι του ελληνικού κυττάρου της Αλεξάνδρας ξεκινά πριν από τουλάχιστον 135 χρόνια – αν όχι 27 αιώνες, απ’ την αργοναυτική εκστρατεία των μυθικών πρώτων ελλήνων εποίκων του Πόντου. Αρχίζει με τους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1876-78 όταν η μετανάστευση πήρε τον χαρακτήρα της μαζικής φυγής από τον Πόντο των προπαππούδων της από την Τραπεζούντα.

«Ο πατέρας μου Αλέξανδρος κατάγεται από την Κριμαία, όπου οι πρόγονοί μας μεταφέρθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από την Τραπεζούντα» διηγείται. «Τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1917, πολλοί Ελληνες έφυγαν με τα πλοία από την Κριμαία στην Ελλάδα. Η προγιαγιά μου, όμως, έμεινε στη Ρωσία… Ο άνδρας της – ο προπάππος μου – που είχε καφενείο στη Σεβαστούπολη τραυματίστηκε στα γεγονότα της εποχής. (Μετά την αποχώρηση των Λευκών, οι σφαγές έφτασαν στο απόγειό τους στη Σεβαστούπολη που έφτασε να ονομασθεί «πόλη των κρεμασμένων» καθώς η κεντρική λεωφόρος ήταν γεμάτη πτώματα» μετά την ήττα του Λευκού Στρατού του Βράγκελ από τους Μπολσεβίκους). «Οι τρεις αδελφές της προγιαγιάς μου και ένας αδελφός κατάφεραν να φύγουν για την Αθήνα».

Είκοσι χρόνια αργότερα, την περίοδο των σταλινικών διώξεων, οι πρόγονοι της Αλεξάνδρας συνεχίζουν το αέναο ταξίδι. Προς τα ανατολικά αυτή τη φορά. Φεύγουν και πάλι, διανύουν 5.000 χιλιόμετρα και φτάνουν στο Ουζμπεκιστάν, σε μια μικρή πόλη της περιοχής Φεργκάνα, την Κοκάντ, 300 χιλιόμετρα από την Τασκένδη. Εκεί γεννιέται ο πατέρας τής Αλεξάνδρας.

«Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ σκληρά. Ο μπαμπάς μας θυμάται πως έκλαιγαν η μάνα του, οι γιαγιάδες του και άλλοι συγγενείς για τη χαμένη πατρίδα, τον αγαπημένο Πόντο. Η ελληνική γλώσσα ήταν απαγορευμένη και μόνο οι γιαγιάδες τολμούσαν να μιλούν ποντιακά στο σπίτι. Τα παιδιά πήγαιναν σε σοβιετικά σχολεία και σήμερα θυμούνται μόνο λίγες φράσεις («καλημέρα», «έλα σ’ εμένα», «καθήστε παρακαλώ» κ.ά.). Το επώνυμο (Ιωσηφίδη») είναι το μόνο που διατηρήθηκε».

Ο Αλέξανδρος Ιωσηφίδης φεύγει στα τέλη της δεκαετίας του ’60 από τη μικρή επαρχία του Κοκάντ, διασχίζει κι άλλα χιλιάδες χιλιόμετρα και φτάνει στο βόρειο άκρο της αχανούς Σοβιετικής Ενωσης, στο Λένινγκραντ για σπουδές. Εκεί γνωρίζει την αθλήτρια ρωσίδα σύντροφό του – μητέρα σήμερα της Αλεξάνδρας και άλλων δύο κοριτσιών.

Τον Ιούνιο του 1977 η Αλεξάνδρα γεννιέται στο Λένινγκραντ. Ακολουθούν ακόμη δύο κόρες. Η Ελισάβετ Ιωσηφίδου – μικρότερη αδελφή τής Αλεξάνδρας σπουδάζει ελληνική γλώσσα και ολοκληρώνει πρόσφατα το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης. Η Αλεξάνδρα σπουδάζει κλασικό μπαλέτο στην Ακαδημία Ρωσικού Μπαλέτου της Α. Βαγκάνοβα, αποφοιτά το 1995 (σε ηλικία μόλις 18 χρόνων) και εντάσσεται αμέσως στο δυναμικό των μπαλέτων Μαριίνσκι.

Τον Απρίλιο του 2009 αποκτά την ελληνική ιθαγένεια ενώ με διάταγμα του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ τής απονεμήθηκε ο τίτλος της Τιμώμενης Καλλιτέχνιδας της Ρωσίας, σε αναγνώριση της προσφοράς της στον απαιτητικό χώρο του κλασικού μπαλέτου.

«Αποκτήσαμε αυτό που υποχρεώθηκαν να χάσουν οι πρόγονοί μας» δηλώνει η Αλεξάνδρα που ζει σήμερα σ’ ένα διαμέρισμα απέναντι από το τελευταίο σπίτι (λειτουργεί σήμερα ως μουσείο) του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη.

«Η ρωσική ψυχή και η ελληνική παράδοση στην τέχνη όπως διαμορφώθηκε από τα αρχαία χρόνια λειτουργούν ως αφετηρία και εμπλουτίζουν το έργο μου, δίνουν μια ξεχωριστή λάμψη και πυκνότητα στους ρόλους που χορεύω» αυτοπαρουσιάζεται. Η μεγάλη Ρωσία μάλλον δεν τη χωρά πια. «Δυστυχώς, οι αληθινοί φιλότεχνοι του μπαλέτου στην Αγία Πετρούπολη δεν έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν τις παραστάσεις τόσο συχνά όπως παλαιότερα. Για έναν απλό ρώσο θεατή που αγαπάει το μπαλέτο τα εισιτήρια είναι πολύ ακριβά. Στο θέατρο έρχονται πλέον μόνο οι πολύ εύποροι άνθρωποι και οι τουρίστες από περιέργεια. Βλέπουν μια παράσταση σαν να ήταν στην… τηλεόραση χωρίς χειροκρότημα, μπράβο και ανθοδέσμες» λέει.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ. Ταξιδεύει συχνά στη Νότια Ρωσία, κάνει διακοπές στις ακτές της Κριμαίας, την Κύπρο, την Ελλάδα, επικαλείται το κατά τον Διονύσιο Σολωμό μεγαλείο της Ελλάδας, δηλώνει περήφανη για τις ελληνικές ρίζες της. «Δεν μπορεί κανείς να το αφαιρέσει από τη ζωή μου. Μεγάλωσα με την αίσθηση πως μένω στη Ρωσία αλλά είμαι Ελληνίδα. Η εξωτερική μου εμφάνιση δεν είναι σλαβική και το επώνυμό μου είναι ασυνήθιστο για Ρώσους. Το να είσαι Ελληνίδα εδώ είναι κάτι διαφορετικό από το να είσαι Ελληνίδα στην Ελλάδα».

Μάλλον δεν έφτασαν στα καμαρίνια του Μαριίνσκι οι ειδήσεις για τους προ εξαετίας συμβολικά αλυσοδεμένους διαμαρτυρόμενους συμπατριώτες της «Ρωσοπόντιους» στα κάγκελα υπουργείου με σύνθημα «Πατρίδα μ’ αραεύω σε» (Πατρίδα μου σε γυρεύω – σε αναζητώ) και «Στα ξένα Ελληνας και στην Ελλάδα ξένος».