Τελικά είναι αλήθεια: το πένθος μπορεί όντως να ραγίσει την καρδιά, σύμφωνα με μία νέα μελέτη που αποκαλύπτει πως η οδύνη από την απώλεια ενός αγαπημένου ανθρώπου αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο εμφράγματος.

Μάλιστα, η αύξηση του κινδύνου αφορά τους πάντες – ακόμα και τους νέους.

Μέσα σε 24 ώρες από τη στιγμή του θανάτου του, ο κίνδυνος εμφράγματος είναι 21 φορές μεγαλύτερος από το φυσιολογικό για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, αναφέρουν οι ερευνητές, οι οποίοι εξέτασαν στοιχεία από σχεδόν 2.000 ασθενείς με έμφραγμα.

Επτά ημέρες αργότερα, ο κίνδυνος εξακολουθεί να είναι εξαπλάσιος από τον συνήθη, γράφουν στην επιθεώρηση «Circulation», την οποία εκδίδει η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιάς (ΑΗΑ).

«Η ακραία θλίψη μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Μάρεϊ Μίτλμαν, διευθυντής στην Ερευνητική Μονάδα Καρδιαγγειακής Επιδημιολογίας του Ιατρικού Κέντρου Beth Israel Deaconess και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στη Βοστώνη.

«Επί τουλάχιστον έναν μήνα, ο κίνδυνος εμφράγματος είναι αυξημένος – σε κάποιους ανθρώπους, επί ακόμα περισσότερο καιρό».

Όπως εξήγησε, το στρες και το άγχος που επιφέρει η απώλεια του σημαντικού Άλλου, όπως αποκαλείται στην ψυχολογία,ενεργοποιούν βιολογικές διεργασίες οι οποίες βλάπτουν την καρδιά.

«Η οδύνη ενεργοποιεί διεργασίες οι οποίες αυξάνουν τον καρδιακό παλμό και την αρτηριακή πίεση, αλλά επίσης κάνουν το αίμα λίγο πιο κολλώδες, οπότε είναι πιο εύκολος ο σχηματισμός ενός θρόμβου», είπε. «Όλ’ αυτά αυξάνουν τον κίνδυνο εμφράγματος».

Πρακτικά, όλ’ αυτά σημαίνουν πως όταν έχουμε πένθος, πρέπει να έχουμε το νου μας για τα μηνύματα που μας δίνει το σώμα μας, πρόσθεσε. «Πολύ συχνά επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε άλλα άτομα που υποφέρουν όπως κι εμείς, αμελώντας τις δικές μας ανάγκες και μη φροντίζοντας όπως πρέπει τον εαυτό μας», εξήγησε.

Εάν το άτομο που πενθεί αναπτύξει σωματικά συμπτώματα, «μην υποθέσει ότι οφείλονται στο στρες και στο άγχος, μπορεί να σημαίνουν ότι παθαίνει έμφραγμα», προειδοποιεί ο δρ Μίτλμαν. «Συνεπώς πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του και να πάει στο γιατρό».

Στα ύποπτα συμπτώματα συμπεριλαμβάνονται πόνος στο στήθος ή στο στομάχι, δυσκολίες στην αναπνοή, ναυτία, ζάλη ή ο απότομος, κρύος ιδρώτας.

Ο δρ Μίτλμαν και οι συνεργάτες του συνέλλεξαν στοιχεία από εθελοντές που είχαν επιζήσει εμφραγμάτων την περίοδο 1989-1994. Λίγο μετά το έμφραγμα, είχαν ερωτηθεί για τις συνθήκες που προηγήθηκαν του εμφράγματος – μεταξύ αυτών, και αν είχαν χάσει κάποιον αγαπημένο τους τον τελευταίο χρόνο.

Με βάση τις απαντήσεις τους, οι ερευνητές υπολόγισαν πως ένα άτομο υψηλού κινδύνου για έμφραγμα (λόγω π.χ. χοληστερίνης, σακχάρου, τσιγάρου κ.τ.λ.) είχε 1 στις 320 πιθανότητες να πάθει έμφραγμα λόγω του πένθους, ενώ ένα άτομο χαμηλού κινδύνου είχε 1 στις 1.400 πιθανότητες εμφράγματος.

«Ούτε το φύλο, ούτε η ηλικία επηρέαζαν τον κίνδυνο αυτό», διευκρίνισε ο δρ Μίτλμαν.

Προγενέστερη έρευνα είχε δείξει πως οι χήροι και οι χήρες διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο θανάτου τους μήνες έπειτα από τον θάνατο της/του συντρόφου τους, με το 53% των θανάτων να οφείλονται σε έμφραγμα ή εγκεφαλικό.