Ανεβαίνοντας τη Συγγρού και μετά Καλλιρρόης, μετράω τα κλειστά μαγαζιά και δεν με φτάνουν τα δάχτυλα των χεριών μου. Θα χρησιμοποιούσα και των ποδιών αν δεν φοβόμουν μην καβαλήσω τη νησίδα ή τον αρτίστα ισορροπιστή, τον κουλουρά του Αγιου Σώστη. Στα τριάντα τόσα χρόνια που μένω τράνζιτο σ’ αυτή την πόλη την αγάπησα και γι’ αυτό δεν διανοήθηκα ποτέ να της ζητήσω κάτι παραπάνω απ’ όσα πραγματικά έχει. Κυκλοφορώ άλλωστε όσο το δυνατόν λιγότερο και πάντα από τη φωτισμένη πλευρά του δρόμου. Την τουρίστρια στα σκοτάδια του αλλουνού εγώ δεν πρόκειται να την κάνω. Ενας λόγος παραπάνω που ουδέποτε κατάφερα να διακρίνω πάνω της στοιχεία από αυτό που αλλού το λένε «ούρμπαν κουλτούρα» και το εννοούν. Από την εναλλακτική της τοπογραφία έλειπαν πάντοτε η γνησιότητα και η αναφορά και περίσσευε η βία. Δεν γίνεται να μεταμορφωθείς ξαφνικά σε Βερολίνο χωρίς προηγουμένως να έχεις παραδεχτεί τα υλικά που σε έκαναν αυτό που θέλεις τώρα να αλλάξεις. Κάτι μπαράκια που ξεφύτρωσαν τον παλιό καλό καιρό της ευδαιμονίας, ούτε κι αυτά στάθηκαν ικανά να της δώσουν αέρα Καρτιέ λατέν. Γι’ αυτό ποτέ κανείς δεν μπήκε εκεί μέσα πότης και βγήκε ποιητής, αλλά μάλλον το αντίθετο.