Ματαίως προσπάθησα να βρω μια κάποια εξήγηση μέσα στο ανάλογο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού. Ποιος διάβολος με έβαλε να διαβάσω την επιστολή του Νίκου Παπανδρέου υπέρ του αδελφού του, όπου υπογράφει ως Ν. Τρότσκι; Γιατί δεν κρατήθηκα, γιατί δεν αρκέστηκα στα άρρητα ρήματα ενός λογοτέχνη; Ηταν ανάγκη να εκτεθώ σε μεγαλύτερο κίνδυνο και να διαβάσω στο καπάκι την αντίδραση του Πάνου Καμμένου όπου προσφωνεί τον επιστολογράφο «ρε κωλόπαιδο, ρε ψυχοπαθή»;

Ποιόνε να κλάψω πρώτονε, σε ποιανού τις πομπές να επικεντρωθώ και ποιανού τους βαρβαρισμούς να κοκκινίσω με το στιλό μου; Προς το παρόν κοκκινίζω από μόνη μου και το σκέφτομαι σοβαρά να στείλω αυστηρό non paper προς τις αδελφές μου.

Αν το φέρει ποτέ η κατάρα, ούτε να το διανοηθούν να πάρουν τα δίκια μου. Κι ενώ το ξέρουν καλά ότι όλα μπορώ να τα αντέξω – την ξεφτίλα όμως δεν τη σηκώνω με τίποτα – μαντεύω από τώρα την υπογραφή κάτω από την υπερασπιστική επιστολή και με κόβει κρύος ιδρώτας: Μ. Λούξεμπουργκ και Β. Σαν Σου Κι. Πάει, τις έσφαξα και τις δυο.