Πρόκειται για ένα τηλεπαιχνίδι που μοιάζει με γλέντι ενηλίκων οι οποίοι μιμούνται αλλόφρονα σχολιαρόπαιδα ξαμολημένα στο Allu Fan Park. Aπαιτεί από τους συμμετέχοντες να ισορροπήσουν σε γιγάντιες, παράξενες και χωρίς καμιά σταθερότητα κατασκευές, κάτι σαν λούνα παρκ βγαλμένο από παιδικά κόμικς, για να καταλήξουν – αν δεν τα καταφέρουν – μέσα σε πισίνες με νερό ή λάσπη.

Μοιάζει με μάχη εναντίον των νόμων της φυσικής, όμως είναι περισσότερο μια μάχη ανάμεσα στην ανασταλτική δύναμη της σκέψης και την ώθηση που δίνει στο ανθρώπινο σώμα η πλήρης απουσία της. Οποιος πηδάει από το ένα εμπόδιο στο άλλο τυφλά και χωρίς σκέψη τα καταφέρνει.

Μείναμε να παρακολουθούμε επί αρκετή ώρα – όχι χωρίς κόπο, ομολογούμε – ένα καρναβάλι σωμάτων, παραβίασης κανόνων, γκροτέσκου, εξευτελισμού και αφασικού θεάματος με στοιχεία παρωδίας, του οποίου δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε τον λόγο της μακράς του διάρκειας. Λένε πως του είδους τα θεάματα που παρωδούν την αναμέτρηση των σωμάτων έχουν ένα στοιχείο αυθεντικής λαϊκότητας καθώς απελευθερώνουν τους θεατές με τις χοντροκομμένες πλάκες και τη γελοιοποίηση της σωματικής δύναμης από τον κοινωνικό κόσμο των ηθικών αξιών και του νόμου – αυτά που αντανακλώνται στον παραδοσιακό αθλητισμό.

Οπως και να έχει, ο «αγώνας» που παρακολουθήσαμε είχε τα βασικά στοιχεία του παιχνιδιού – και η επιτυχία του «Wipe out» έγκειται στο ότι αντιμετωπίζει τον θεατή σαν παιδί. Είχε τη μαχητικότητα, τη διπλωματία – αγκαλιασμένοι Ελληνες και Τούρκοι συμμετέχοντες αντάλλασσαν σημαίες και φώναζαν στον φακό ότι είναι το ίδιο όποιος και αν νικήσει -, την τεχνική και την αίσθηση της ελευθερίας.

Οι παίκτες εμφανίστηκαν με αστείες αποκριάτικες αμφιέσεις έχοντας επιλέξει από ένα εκκεντρικό παρατσούκλι (όπως στην καρναβαλική πάλη του wrestling οι παλαιστές ενισχύουν το γκροτέσκο του θεάματος με αστείες αμφιέσεις). Ενας φορούσε στολή γατούλη και ήταν ο «Γατόπαρδος», άλλος δήλωνε «Δημήτρης ο έρωτας», ένας Τούρκος εμφανιζόταν σαν «το τεκνό του Εζέλ», ένας άλλος «Κόναν» και ένας τρίτος «Γιαγκόναν».

Ενα δίδυμο σχολιαστών συμβάλλει με πετυχημένες χιουμοριστικές περιγραφές στο κωμικό τού θεάματος. Υπάρχουν ακόμη από ένας παρουσιαστής για την ελληνική πλευρά (Γιώργος Λιανός, με λιτή συγκρατημένη εμφάνιση) και για την τουρκική (μια φασαριόζα κυρία ντυμένη φανταχτερά), οι οποίοι υποβοηθούν τους παίκτες να ξεδιπλώσουν το πολεμικό τους φρόνημα.

Με κραυγές και ουρλιαχτά ορμά ο πρώτος στις τεράστιες μπάλες που επιπλέουν σε μια πισίνα. Πρέπει να πηδήσει από τη μία στην άλλη ενώ αυτές κουνιούνται και γλιστρούν. Μερικοί καταφέρνουν να σταθούν στην πρώτη ή τη δεύτερη. Η ελάχιστη σκέψη φέρνει στιγμιαίο δισταγμό και πτώση. Μετά πρέπει να ισορροπήσουν σε κυλίνδρους μέσα στο νερό, να περάσουν από έναν τοίχο από τον οποίο προβάλλουν γροθιές και τους χτυπούν, να σκαρφαλώσουν, να πηδήξουν, να κρεμαστούν από ρόδες και σαν πίθηκοι να περάσουν από τη μία στην άλλη ώς το τέλος της διαδρομής. Μερικοί τα καταφέρνουν. Είναι η ομάδα του ημιτελικού. Κατόπιν τους δένουν σε μια κατασκευή που θυμίζει μύλο σε λούνα παρκ, τους στροβιλίζουν επί ώρα ώσπου να ζαλιστούν και στη συνέχεια ζαλισμένοι – αυτή είναι η πλάκα – πρέπει να περάσουν και πάλι γλιστερά εμπόδια . Οι δοκιμασίες αναδεικνύουν τρεις Τούρκους και έναν Ελληνα. Μεταξύ τους δίνεται η τελική μάχη. Ανεβαίνουν ανάποδα έναν τεχνητό καταρράκτη, ξανακρεμιούνται ανάποδα, το σώμα σε αγωνιστικό θρίαμβο. Νικητής ο Τούρκος, δεύτερος ο Ελληνας. Πανηγυρίζουν αγκαλιασμένοι, αλλάζουν σημαίες σε μια γιορτινή τηλεοπτική διπλωματία.

Πόσο να αντέξει κανείς να παρακολουθεί αυτή την επαναλαμβανόμενη παρωδία αθλητισμού; Οσο και αν τα στοιχεία του σασπένς και του απροσδόκητου είναι έντονα, στο τέλος κάθε παίκτης καταλήγει να κάνει τούμπα στη λάσπη, μονότονη φιγούρα μιας ψευδοκαρναβαλικής ατραξιόν. Ιδίως όταν η ύπαρξη νικητή στο τέλος και μάλιστα με έπαθλο 40.000 ευρώ δεν συνάδει με την απελευθερωτική πλάκα μιας αυθεντικής καρναβαλικής ανατροπής των κανόνων. Αλλά η παρέμβαση του τηλεοπτικού μέσου επαναφέρει στην «τάξη» – τη μικροαστική ευταξία – το θέαμα.