Αγαπητέ κ. Πάγκαλε,

Διάβασα το πρωτοχρονιάτικο διήγημά σας που φιλοξένησε, την περασμένη Παρασκευή, η φιλάνθρωπη εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ». Και παίρνω το θάρρος να εκφέρω ορισμένες κρίσεις οι οποίες, επειδή είναι καλοπροαίρετες, ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες στη νέα σταδιοδρομία σας.

Κατ’ αρχάς να σας πω ότι η επιλογή του θέματος ήταν ευχάριστη έκπληξη. Η ιστορία των τεσσάρων ελλήνων ναυτικών που ξέμειναν χριστουγεννιάτικα στο Αμστερνταμ, εξαιτίας της κρίσης των ναύλων – διότι σας τρώει το σαράκι της επικαιρότητας – αποδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ταπεινοφροσύνη σας. Η απλότητα των χαρακτήρων, το κατιτίς «παπαδιαμαντικόν» τους, δείχνει και την ουσιαστική διαφορά ήθους ανάμεσα στον έλληνα δημόσιο άνδρα και τους υπερόπτες Ευρωπαίους. Αναφέρομαι, αν δεν το αντιληφθήκατε ήδη, στην πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ άφησε να εννοηθεί στο μυθιστόρημά του ότι του την έπεσε η μακαρίτισσα η Νταϊάνα, όταν ζούσε εννοείται, με αποτέλεσμα να προκληθεί νευρική κρίση στο Μπάκιγχαμ με άγνωστες ακόμη συνέπειες για την τύχη του ευρώ.

Για σας θα διακινδύνευα την έκφραση «ανατόμος της ναυτοσύνης», αν δεν με περίμεναν στη γωνία οι καλοθελητές για να με κατηγορήσουν πως σας κολακεύω. Πώς αλλιώς όμως μπορείς να χαρακτηρίσεις έναν διηγηματογράφο – για καλό το λέω – που εμπνέεται φράσεις όπως αυτή που εκφέρει ο ήρωάς του, πριν ακόμη μεθύσει: «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ενδιαφέρον». Και είναι η αλήθεια ότι έχετε συνεισφέρει τα μάλα στο να αποκτήσει η ζωή μας ενδιαφέρον, έτσι που δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει σ’ αυτόν τον τόπο.

Ανατόμος της ναυτοσύνης αλλά και ποιητής της ρωμιοσύνης, διότι ποιον μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο η εικόνα του βέλγικου λυκόσκυλου που αναγνωρίζει ότι η γλώσσα των τεσσάρων θαμώνων του μπαρ είναι η γλώσσα του Διονυσίου Σολωμού; Εύρημα συμβολικό, ρεαλιστικό, ή «κυνική» αντίληψη περί ελληνισμού; Ας αφήσουμε την πολυσημία να οργώσει τη φαντασία του αναγνώστη.

Πάντως ποτέ δεν είναι αργά. Μην ξεχνάτε ότι ο Θερβάντες έγραψε τον «Δον Κιχώτη» στα 60, και είχε χάσει και το ένα χέρι του στη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Η γραφή είναι τέχνη φιλόξενη και δημοκρατική. Σε αντίθεση με άλλες τέχνες, φέρ’ ειπείν το κλασικό μπαλέτο, που απαιτεί σωματικά προσόντα, η γραφή ζητάει μόνον τη γνώση της ελληνικής, αυξημένη ευαισθησία και πολλή υπομονή. Και χρειάζεται υπομονή για να σκύψεις στην ταπεινότητα τεσσάρων συνανθρώπων σου και ενός σκύλου όταν δίνεις τον καλό αγώνα της σωτηρίας όλων μας, όπως εσείς. Ας επισημάνω επίσης την ελευθεριότητα ορισμένων εκφράσεων που μπορούν να ενισχύσουν τη γεύση ακόμη και του πιο άνοστου λογοτεχνικού εδέσματος.

Εξ όσων γνωρίζω, οι πολιτικοί δεν παίρνουν εφάπαξ. Γιατί το λέω αυτό; Θυμήθηκα ότι ο ιστορικός εκδότης του Θεμέλιου, ο μακαρίτης Δημήτρης Δεσποτίδης, έλεγε κάποτε πως πρέπει να καταργηθεί το εφάπαξ αν θέλουμε να σωθεί η ποίηση. Ηταν η εποχή που ο κάθε συνταξιούχος, μόλις πληρωνόταν, αισθανόταν υποχρεωμένος να εκδώσει και από μια ποιητική συλλογή.

Αλλοι καιροί θα μου πείτε εκείνοι. Ποιητικότεροι. Οι δικοί μας, καθότι δυσμενέστεροι, ρέπουν προς την πεζολογία.